Ανώτερος αξιωματικός των Ενόπλων Δυνάμεων, του οποίου το τζετζεροκαπάκι της κεφαλής φέρει στο γείσο χρυσοκέντητη κλάρα δάφνης (ή μαϊντανού).

Πρόκειται για σλανγκικό όρο του Π.Ν. τουλάχιστον από τη δεκαετία του 80.

Οι ανώτατοι αξιωματικοί με πολλές ολυμπιάδες πίσω τους φέρουν δύο τέτοιες κλάρες και ονομάζονται «δίκλαροι».

Ειρήσθω εν παρόδω ότι η λέξη «ολυμπιάδα», για λόγους που βαριέμαι να εξηγήσω, σημαίνει χρονικό διάστημα τετραετίας.

Για περισσότερες πληροφορίες απευθυνθείτε στη ΔΟΕ, εγώ πάω να την πέσω.

Όπως είπαμε στραβόγιαννε. Άμα δεις κλαρά σκας προσοχή κραπ- κραπ και χαιρετάς. Άμα είναι δίκλαρος, του κάνεις και μια πίπα.

(από Vrastaman, 26/01/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία