Ο μη έχων τρίχες επί των οπισθίων του.
Προέρχεται από τις λέξεις μαδαρός (γυμνός) και κώλος (οπίσθια).
Η θηλυκή εκδοχή του είναι η μαδαροκώλα.
Ούτε με κερί να τις είχε βγάλει παιδί μου σου λέω... Μαδαρόκωλος εντελώς... Αλλά μου άρεσε, δε μπορώ να πω...