Η πολύ κλειστή και συνεκτική παρέα ατόμων, της οποίας δεν μπορείς να γίνεις με τίποτα μέλος ή να την προσεγγίσεις. Ο όρος προέρχεται από την πολιτική επιστήμη, όπου δηλώνει την μικρή και κλειστή πολιτική ομάδα χωρίς στόχο να προσελκύσει νέα μέλη. Ετυμολογικά προέρχεται από το λατινικό ρήμα seco (παθητική μετοχή παρακειμένου > sectus) που σημαίνει κόβω/διαιρώ. Σέχτες συναντώνται συνήθως σε παρέες γυναικών, συχνή είναι ωστόσο και η εμφάνισή τους σε μικτές παρέες.

1) - Πέτυχα στο δρόμο τη Μαρία και τη Γεωργία και είπαμε να κανονίσουμε να βρεθούμε.
- Αποκλείεται να σε πάρουν ρε! Αφού αυτές είναι σέχτα!
2) Στο νησί γνωρίσαμε μία παρέα πολύ γαμάτη. Στην Αθήνα όμως κατάλαβα ότι είναι σέχτα γιατί δεν ξαναμίλησαν σε κανένα μας.
3) - Θα φέρεις κόσμο στο πάρτι;
- Δύσκολο ρε συ! Η παρέα μου είναι λίγο σέχτα και δεν έχει πολλά πάρε δώσε με άλλο κόσμο...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία