Αυτός/ή που αναλαμβάνει στο σεξ να ικανοποιεί τον άλλο, χωρίς οπωσδήποτε να διεκδικεί αμοιβαιότητα. Από το αγγλικό pleaser.

Οι μπουτς λεσβίες σεξουαλικά ήταν μόνο πλίζερς (Άννη Σιμάτη, Οι νταλίκες και τα γυναικάκια τους. Θηλυκοί ανδρισμοί και πολιτικές της γυναικείας ομοερωτικής επιθυμίας, Futura, Αθήνα 2022, σ. 43).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε