Πρακτική πιτσιρικάδων παλιότερων δεκαετιών, κατά την οποία πηδούσαν και «σκάλωναν» σε διερχόμενα τραμ προκειμένου να μετακινούνται χωρίς εισιτήριο.

Η λέξη χρησιμοποιείται κυρίως μεταφορικά πλέον. Γράφεται και σκαλομαρία.

Πενήντα χρόνια αργότερα ποιητής μεσήλικας ανασύρει γεύσεις
οσμές ανάσες και τοπία άλλης εποχής που έρχονται και φεύγουν
σαν τραμ ορμητικά της Εγνατίας σε μια σκαλομαρία στη μνήμη.

(Γ. Καρατζόγλου, απο εδώ)

Η Μαρία στην Σκάλα και ο Εισπράκτορας (αρχείο BuBis) (από BuBis, 06/10/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία