Το σπέρμα.
Και εκεί που την πηδάω, ρίχνω κάτι κανονιές από ψωλόχυμα, σαν καρύδια.
Λέξεις για το σπέρμα: αγιασμός, γιαούρτια, κατάθεση, λάβα, ματσαφλόκια, μυτζήθρα, παπαροζούμι, παχιά, πέο τζους, πηχτή, σκάγια, σως, το άσπρο που κολλάει, του πουλιού το γάλα, τσουτσού σορόπ, τσουτσουνόζουμο, τυρί, φλόκια, χοντράδια, χυσαμόλι, ψωλόχυμα.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Ο κακάσχημος άντρας νεαρής ηλικίας 18~21 χρόνων περίπου, γεμάτος καυλόσπυρα, που νομίζει και συμπεριφέρεται σα να είναι ο ωραιότερος στον κόσμο.
Σιγά να μην πάω μ' αυτόν, σαν ψωλόχυμα είναι.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!