Λέξη που προέρχεται από τα Φαρσί και υιοθετήθηκε στα Ελληνικά μέσω της τουρκικής [darvēsh, Φαρσί ζητιάνος]. Κυριολεκτικά αναφέρεται στους μουσουλμάνους ασκητές, που στοχεύουν να έρθουν πιο κοντά στο Θεό, στο στάδιο της θέωσης, όπως οι ελληνορθόδοξοι μοναχοί. Είναι γνωστοί οι Περιστρεφόμενοι Δερβίσηδες (Μεβλανά), οι οποίοι σημειωτέον την έπιναν κιόλας. Στην αργκό εκδοχή της η λέξη περιγράφει τον περήφανο μάγκα, το μπεσαλή, που μπορεί να σταθεί σε όποιον έχει ανάγκη. Συχνότατα συναντάται ως σύνθετη λέξη, όπως:
ντερβισόπαιδο, ντερβισόμαγκας, ντερβισογκόμενα, ντερβισάνθρωπος. Στα ρεμπέτικα τραγούδια, το ρούφηγμα μαύρης από τον ντερβίση είναι sine qua non!

  1. Το γνωστό άσμα του Χριστάκη, «Είπανε πως είσαι μάγκας»:

«Έμαθα πως παίζεις ζάρια, είσαι και χασικλού, εξηγείσαι στα παιχνίδια, έχεις και γιαβουκλού.
Χασίκλα είσαι και ντερβίσης, τραβάς την κουμπουριά
και σ’ όλα τα παιχνίδια μέσα …….. τη μαγκιά».

  1. Απόσπασμα από πραγματεία με θέμα το ρεμπέτικο τραγούδι:

«Κουτσαβάκης, μάγκας και ντερβίσης,· όλ' αυτά είναι ένα. Αλλά ο ντερβίσης είναι ανώτερος απ’ όλους», λέει ο Μάρκος στην αυτοβιογραφία του, ενώ ο Κερομύτης μιλάει για τον «πρωτόμαγκα», δίνοντας έτσι και κάποια απόχρωση ιεραρχίας.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία