Το νυχτερινό μαγαζί / μπαρ με γυναίκες.
Πήγαμε με τα παιδιά σε ενα κωλόμπαρο χτες βραδυ και ήταν φοβερά.
Το νυχτερινό μαγαζί / μπαρ με γυναίκες.
Πήγαμε με τα παιδιά σε ενα κωλόμπαρο χτες βραδυ και ήταν φοβερά.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Όρος που χρησιμοποιείται για μπαρ που δεν συνάδουν με τα χρηστά ήθη ή για μπαρ κακής ποιότητας με κριτήριο τη μουσική, τους θαμώνες ή τις σχέσεις του μαγαζιού με τον υπόκοσμο. Συχνά αποκαλούνται έτσι τα:
- Το VIP είναι μεγάλο κωλόμπαρο. Δε γουστάρω να πηγαίνω εκεί.
- Το END είναι και γαμώ τα κωλόμπαρα. Φοβερό show.
Σχετικό: κωλομπαρόμπαρο, πωσελενετζίδικο και τελειωμενάδικο.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Συνώνυμο: κωλομπαρία.
- πω πω! πήγαμε χθες βραδυ σε ένα μαγαζί σκέτη κωλομπαρία
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Μπαρ όπου βρίσκουν συντροφιά μοναχικοί τύποι... με το αζημίωτο πάντα!!!
- Ανησυχώ για τον Μπάμπη... αν δεν βρει σύντομα γκόμενα θα καταλήξει να συχνάζει σε κωλόμπαρα!!!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία