Κυριολεκτικά, το βαθύ μπλε, το χρώμα το πελαγίσιο, της ανοιχτής θάλασσας. Μεταφορικά, χρησιμοποιείται στη μορφή «κάνω κάποιον μπλε-μαρέ», εννοώντας πως τον σαπίζω στο ξύλο, τον κάνω αγνώριστο, ήτοι του προκαλώ τόσους μώλωπες από τα κλωτσομπουνίδια, που έχει αποκτήσει ολόκληρος μια μπλε-μαρέ απόχρωση.

- Λίτσα, μη με πρήζεις γιατί θα με πιάσουν τα διαόλια μου και θα σε κάνω μπλε-μαρέ από το ξύλο...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία