Στα κρητικά: φουσκώνω (από το πολύ νερό, από την πολλή μπύρα κτλ). Αφορδακός είναι ο βάτραχος, επομένως αφορδακιάζω κυριολεκτικά σημαίνει ότι γίνομαι σαν βάτραχος (προφανώς επειδή βρίσκεται σε λίμνες και στο ερωτικό του κάλεσμα φουσκώνει λες και έχει πιει πολύ νερό).
- Να φέρω καμιά μπυρίτσα ακόμη Μανωλιό...
- Αφορδάκιασα μρε Σήφη με τσι μπύρες! Ρακή δεν έχει;;
- Πώς δεν έχει!
- Βάλε μου μια ολιά!
3 σχόλια
Vrastaman
΄στος
Vrastaman
O βάτραχος στο μύδι μου θυμίζει το ανέκδοτο με την γυναίκα που σπεύδει στην τράπεζα σπέρματος για κατάθεση!
jesus
βάλε κ καμιά σιτροέν να κλείσει η συλλογή με τα μήδια:Ρ