Τρώω. Κυρίως δε, τρώω μεγάλες ποσότητες ευτελών τροφών μόνο για τη χόρταση ή τη λιγούρα, παραμελώντας πλήρως τις λεπτότερες απολαύσεις του γκουρμέ ουρανίσκου μου. Το αποτέλεσμα είναι μία αίσθηση τσιμέντου στο στομάχι, ότι δηλαδή την έχεις κάνει ταράτσα, την έχεις τυλώσει.

Όποιος έχει ήδη διαβάσει το λήμμα για την άλλη έννοια του ιδίου ρήματος, θα βρει ίσως ενδιαφέρον ότι και σ' αυτήν εδώ την έννοια, συνώνυμο είναι το σαβουρώνω.

-Μαλάκα πείνασα. Πάμε να σαβουρώσουμε τίποτα;
-Φίλε έχω μπαζώσει. Είμαι με τρία πιττόγυρα πριν μια ώρα, δεν κατεβαίνει τίποτα. Πάμε άμα θες, αλλά εγώ θα πάρω καφέ.

Σχετικά: κτηνιάζω, κατεβάζω γατοκέφαλα, σαβουριάζω, φασφουντάς

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
ο αυτοκτονημενος

και το σαβουρωνω παιζη με τα ιδια οκτανια

#2
Vrastaman

Μάστα! Συνειρμοί για σαβουρογαμόσαυρους σε τρυφερές περιπτύξεις με μπάζα...

#3
GATZMAN

Σωστός!

#4
Khan

Ίσως χρησιμοποιείται με αυτήν την σημασία και το αν δεν μπαζώσεις δεν χτίζεις από μπιλντέρια που θέλουν σαβούρα όταν είναι στον όγκο, ώστε μετά να χτίσουν. Ο Τζόνης τι λέει; (Εννοείται ότι η κύρια σημασία αφορά στους σαβουρογαμόσαυρους που γαμάνε μπάζα ως προπόνηση για την καλή).