(Κλασσική αργκό): ο κώλος.

Σχετικές εκφράσεις: θα σου φάω/δαγκώσω τον κεφτέ, ενώ εξυπονοείται και το Θα σου καρφώσω τον κεφτέ (με την ψωλή δίκην πιρουνιού) - παράλληλα: θα σε κάνω να χεστείς!, κώλο βλέπω-κώλο θέλω (εκ του ισπανικού: culo veo-culo quiero) κτλ.

Σώζεται από τον Ηλία Πετρόπουλο το προ αιώνος (!) μουρμούρικο (φυλακόβιο και συνήθως α-καπέλα ή μονόχορδο) ρεμπέτικο:

[i]Κούνα μπέμπη τον κεφτέ σου,
να φχαριστηθεί ο τζες σου.
Κούνα μπέμπη τον κλανιά σου,
να φχαριστηθεί η καρδιά σου.[/i]

Όπου μπέμπης = νεαρός πούστης, τζες = γαμιάς/κωλόμπα και κλανιάς = κώλος.

- Πώπω ρε φίλε, κοίτα μια πατάκλα η κυρία !
- Εεεεεε, μαντάμ! Θέλω κεφτέ!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
GATZMAN

Κι όμως η λέξη κολοκεφτές, παρόλο που θα περίμενε κανείς να αναφέρεται στο μουνί του μέλλοντος, εντούτοις.... αλλού τα κακαρίσματα κι αλλού γεννάνε οι κότες