Κάνω σεΐρι σημαίνει κάνω χάζι, παρακολουθώ κάτι διασκεδαστικό, σπάω πλάκα με κάποιο θέαμα. Με κάνουνε σεΐρι σημαίνει ρεζιλεύομαι, ξεγίβεντίζομαι, γίνομαι θέαμα. Απαντά στην Κρήτη και είναι πολύ εύχρηστο στ' Ανώγεια (που λόγω του ότι ως χωριό είχαν και έχουν πολύ ανεπτυγμένη «δημόσια σφαίρα» έχουν και πολλά πράγματα να κάνουνε σεΐρι).

Τα περισσότερα πρόχειρα on-line κρητικά γλωσσάρια το δίνουν ως «η θέα», δε νομίζω όμως ότι χρησιμοποιούνταν με την έννοια αυτή, του σημείου δηλαδή που έχει καλή εποπτεία ενός τόπου (σχετικές λέξεις: βίγλα, βγοράδα), εκτός κι αν εννοείται η θέα στην πλατεία όπου γίνονται τα σεΐρια, τα δημόσια θεάματα.

Η λέξη, όμως, διαπιστώνω ότι απαντά και σε ρεμπέτικα (βλ. κάτι σχετικό εδώ) αλλά και σ' άλλα μέρη, πχ στ' Απειράθου της Νάξου (όπου όμως είναι τίγκα στους Κρητικούς), αλλά και σε ποντιακά και αλλού.

Προέρχεται από το τούρκικο seyir, που σημαίνει α) κίνηση, πορεία, πρόοδος, μάθημα β) κοιτάζω κάτι προσεκτικά, παρακολουθώ γ) παρακολουθώ κάτι διασκεδαστικό, θεαματικό δ) θέαμα (και ερωτώ με βάση το (α): μήπως το seyir προέρχεται από το ελληνικότατον σειρά;).

Αν και η λέξη είναι πολύ συχνή στην καθομιλουμένη, και μέσα στο Ηράκλειο ακόμα, θα βάλω λαογραφικά/λογοτεχνικά παραδείγματα:

  1. Από το βιβλίο: Ν. Kαρτσωνάκης-Nάκης, Θυμάμαι τη Σμύρνη, Tο Eλληνικό Bιβλίο, 1972 - κάποιος Σμυρνιός που έκατσε στην Κρήτη θυμάται:

Κάθουνται λοιπόν οι αφεντάδες πίνουνε και καπνίζουνε μεγάλα πούρα. Μόλις μπη ο Σατανάς μέσ’ στη σάλα σηκώνουνται ούλοι και τόνε προσκυνάνε. Αυτοί κανονίζουνε πού θ’ ανάψη η φωτιά στον Κόσμο. Σήμερα στην Ευρώπη, αύριο στη Μικρασία, μεθαύριο στην Αραβία, τώρα πάλι στην Κύπρο. Όχι ότι το κάνουνε από ανάγκη. Έχουνε παράδες, αλλά είναι ταμαχκιάρηδες ―άπληστοι― θέλουνε κι άλλους. Έπειτα κάνουνε σεΐρι ―σπάνε πλάκα― να βλέπουνε τα παιδιά του κόσμου να σφάζουνται και να μαρτυράνε.

  1. Απ' το «Τραγούδι του Πρόσφυρου»

Χέρια καΐ πόδια κόρδισε κ' έσπασε τσ' αλυσίδες. στο έμπα χίλιους έκοψε 'ς το έβγα δυο χιλιάδες, Κι' ώστε νά στριφογυριστή δεν ηΰρηκε νά κόψη , Κι' ή γι άδερφήν του ή Καλή έκανε το σεΐρι.

  1. Απ' τη ρίμα για το Ολοκαύτωμα των Ανωγείων

Που το χωριό τσι πόβγαναν και φεύγαν πάρτες - πάρτες
κι απού-ψαχναν δε βρήκανε να πιάσουνε αντάρτες. Τσι παρυφές του Κολετσού, Απάτες και Στεφάνα
εστέκανε τα αντάρτικα σεϊρι και τσι κάνα.

(μετά βέβαια έπαψε το σεΐρι)

  1. Διάφορες μαντινάδες

Από την πόρτα σου περνώ γαυγίζει μου ο Καρτσώνης σεΐρι κάνεις και γελάς και δεν τον-ε μαλώνεις

[Καρτσώνης =συνήθες όνομα για σκύλους με άσπρα τα άκρα των ποδιών = ο καλτσωμένος]

Ο Ψαραντώνης με μεθεί χωρίς να πιω ποτήρι και κάνω κοπελίστικα και γίνομαι σεΐρι

[εδώ το «γίνομαι σεΐρι» αντί του παραδοσιακού «με κάνουνε σεΐρι» προφανώς σχηματίστηκε με παρεπίδραση από το «γίνομαι θέαμα»]

Είμαι άτυχος κι η μοίρα μου κοντά μου δε σιμώνει σεΐρι κάνει από μακριά που με χτυπούνε οι πόνοι.

[μαντινάδα του Ζερβάκη από το δίσκο «στην Εντατική»]

κλπ κλπ κλπ

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
poniroskylo

Δεν την ήξερα την έκφραση και πολύ χάρηκα που την έμαθα.

Επάνω χρησιμοποιούμε με παρόμοιο τρόπο τη λέξη σεργιάνι ή και συργιάνι. Τα λεξικά (ΛΚΝ & Μπάμπης) ορίζουν το σεργιάνι ως ο περίπατος, η βόλτα - τελεία. Και δεν διευκρινίζουν ότι σεργιάνι είναι η βόλτα σε μέρος που έχει κόσμο - σεργιάνι στην ερημιά δεν νοείται. Και, κυρίως, δεν αγγίζουν την άλλη σημασία της λέξης που είναι ακριβώς κάνω χάζι. Γιατί, κάποιες φορές όταν λέμε σεργιάνι εννοούμε όχι τη βόλτα αυτή καθαυτή αλλά τα όσα βλέπουμε (και κουτσομπολεύουμε) στη βόλτα. Χαρακτηριστικά, στην έκφραση (στο τάδε μέρος) έχει πολύ σεργιάνι εννοούμε ότι κάπου έχει πολύ κίνηση και, συνεπώς, πολλά πράματα να χαζέψουμε. Κλασικό μέρος για σεργιάνι, και με τις δυο έννοιες, ήταν παραδοσιακά οι πλατείες των επαρχιακών πόλεων και οι παραλίες των μικροαστικών θερέτρων. Ενδιαφέρον έχει και η έκφραση βγήκε στο σεργιάνι, π.χ. για νέα κοπέλα, που σημαίνει βγήκε βόλτα να δει και να την δουν και ψάχνεται γενικώς στο νυφοπάζαρο.

Τώρα, σε ό,τι αφορά την προέλευση, στα τούρκικα η λέξη seyir (εξ ου και σεΐρι) σημαίνει και κίνηση και θέαμα, όπως λέει ο xalikoutis. Το σεργιάνι, λένε τα λεξικά, προέρχεται από το seyran που σημαίνει βόλτα αλλά και χάζι. Δεν ξέρω αν το seyir και το seyran είναι βασικά η ίδια λέξη - πάντως είναι πολύ κοντά και σημασιολογικά και μορφολογικά και, συνεπώς, το σεΐρι και το σεργιάνι έχουν, εκτός από παρόμοια χρήση, και κοινές καταβολές.

#2
Khan

Slanga pura! Μπράβο και στον Σκύλο, το θέμα με είχε απασχολήσει πρόσφατα, και νομίζω είναι πιο εύλογο να δούμε το σείρι σε σχέση με το σεργιάνι παρά ως αντιδάνειο. (Μόνο η τσιμπουκλού είναι αντιδάνειο απ' το ελληνικό κλέος του συμποσίου).

#3
xalikoutis

what about μισιρλού...

#4
tryager

Και το σεριάνι και το σεΐρι είναι αραβικής προέλευσης με κοινή ρίζα το σεΐρι (αραβικά sayr). Υπάρχει αυτο το τούρκικο ετυμολογικό λεξικό και με ένα αυτόματο μετάφραστη μπορείς να πάρεις μια ιδέα. Το πρόβλημα είναι με τα αραβικά και τα περσικά που δεν γράφονται με λατινικούς χαρακτήρες.

#5
vikar

Χαλικούτης, στη συζήτηση που μας παραπέμπεις όσον αφορά την εμφάνιση της λέξης σε ρεμπέτικα, το μόνο σχόλιο που βρήκα ήταν σ' αυτήν την καταχώριση, οπου γράφεται το εξής:

Δεν εγγυώμαι ότι βρίσκονται σε ρεμπέτικα τραγούδια ή ότι δεν έχουν περιληφθεί ήδη στο λεξιλόγιο, αλλά πιστεύω ότι μπορεί να είναι χρήσιμες, έστω στην ανάγνωση των μυθιστορημάτων με θέμα τη Μικρά Ασία, από τα οποία είναι παρμένες. Έχεις στο νού σου καμιά πιό αξιόπιστη σύνδεση με ρεμπέτικα;... Κι' εγώ πάντως πρώτη φορά την ακούω την έκφραση.

#6
xalikoutis

λοιπόν μόλις έγραψα μια εμπεριστατωμένη απάντηση και πάω να καταχωρίσω και μου βγάζει «χχμμ το άθροισμα δεν είναι σωστό» την %$@#@#$ μου μέσα ... τώρα βαριέμαι, έχει και ζέστη...

#7
xalikoutis

λοιπόν, η αλήθεια είναι ότι είχα κάνει πρόχειρο ψάξιμο (το οποίο γενικά δυσχεραίνεται από τις ποικίλες ορθογραφίες), και αν και θα έπρεπε να πω απλά «μαλακία μου», συνεχίζω να υποστηρίζω ότι

α) πρέπει να υπήρχε αν όχι στη ρεμπέτικη στιχογραφία, τουλάχιστο στη μάγκικη διάλεκτο, βασιζόμενος σε ένα τσιφορίζον σχόλιο σε βλογ για την παλιά Αθήνα, με σύνταξη που δεν είναι Κρητική (εδώ):

Ε, τότες η πιάτσα χάλασεν. Κανόνες πουθενά, ούτε τώρα ούτες τότε, διατητής; μαύρος στο ξύλο! όπως όλοι οι αγαθοί που τρέχουν να χωρίσουν το καυγά, να στερήσουν τη μιζέρια απο λίγο σεϊρι του καυγά, να γελάσει το χείλι κάθε πικραμένου. [/quote]
β) και για τα ποντιακά, επίσης circumstantial evidence: από σχετικό blog, αυτό

[quote]-Οι πολικάντ άμον τον σερσερήν τον ΤΣΕΤΙΝ ΜΑΝΤΑΤΖΗ εθέλνε να μαθαίνε τη τουρκάντ την γλώσσαν, κι εμείς πα τερούμε σεΐρι….

χμμμ, γνώμες, γνώσεις, απόψεις....;

#8
vikar

Έλα, λίγο σπρώξιμο ήθελες απλά... :-Ρ Σωστός και θένξ. Έχω κάτι επαφές με λαϊκούς, αλλα περιστασιακές. Θα ρωτήσω κάποτε και άμα είναι επανέρχομαι.