Ουκ εν το πολλώ το ευ, που θα έλεγαν και οι αρχαίοι. Αναφέρεται σε περιεκτικούς ζουμερούς και τουδεπόϊντ ορισμούς. Βέβαια προϋπόθεση είναι αφενός η ύπαρξη μιας σλανγκιάς ολκής, και αφεδύο ενός πηγαίου σλανγκοταλέντου. Η λακωνική καταγωγή δεν είναι απαραίτητη, αλλά γονιδιακά βοηθάει, και μπορεί να εκληφθεί ως προσόν.

Το σλανγκολακωνίζειν εστί φιλοσοφείν (όχι πάντα βέβαια). Χωρίς καμία αιχμή για τους Σλάνγκους Δράκους. Απλά είναι θέμα γούστου, και ιστορικής συγκυρίας.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
Khan

#2
electron

κι εψαχνα δέκα ωρες αν υπήρχε κατι παρόμοιο!!!!!!!!! πρεπει να πάω σε οφθαλμίατρο!!!!!!!!!!

#3
electron

το αρθρο με μπέρδεψε, έψαχνα στο «σ»

#4
electron

προς τη διεύθυνση: αν κριθεί σκόπιμο, μπορείτε να αποσύρετε το παρον λήμμα ορισμό, αφού υπάρχει σχεδόν παρόμοιο λήμμα

#5
Khan

σιγά καλέ, εξάλλου ένας σλανγκολάκων διαθέτει και το σλανγκικόν πρωτείον.