Ο καράβλαχος, ο μπουρτζόβλαχος. Άτομο της υπαίθρου, με αστικές αξιώσεις (όχι με τη νομική έννοια).

Ο όρος προέρχεται από το τουρκ. Karacova < Karaca + ova (τοπωνύμιο).

- Για κόψε τον καρατζόβα, που μου θέλει και ακριβό γκομενάκι!
- Τι περίμενες, ρε μαλάκα. Άμα έχεις φράγκα...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
poniroskylo

Ένα δυο πράματα να προσθέσω.

  • Η λέξη υπάρχει στον Μπαμπινιώτη αλλά, περιέργως, όχι στον Τριανταφυλλίδη. Ο Μπαμπινιώτης λέει τα εξής:

καρατζόβας (ο) αγροίκος, άξεστος, βλάχος: ήταν ένας σκέτος ~ που παρίστανε στην παρέα τον σνομπ και τον πρωτευουσιάνο [ΕΤΥΜ. Αγν. ετύμου].

  • Βεβαίως, παρά αυτό που λέει ο Μπαμπινιώτης, η ετυμολογία της λέξης δεν είναι άγνωστη. Προέρχεται από την Καρατζόβα που είναι το παλιό/τούρκικο όνομα της επαρχίας Αλμωπίας, της περιοχής της Αριδαίας, στον νομό Πέλλας. Και, όπως σωστά λέει ο Αλάριχος, είναι σύνθετη λέξη στα Τούρκικα - το δεύτερο συνθετικό είναι το ova = πεδιάδα, κάμπος και το πρώτο το karaca = μαύρος, σκούρος, σπανιότερος τύπος του γνωστού kara, με πιθανή αποκοπή του τελικού -α για αποφυγή χασμωδίας. Δηλαδή, Καρατζόβα = μαύρος κάμπος, μαύρη γη. Προφανώς, οι κάτοικοι της Καρατζόβας είχαν σε κάποια φάση, δικαίως ή αδίκως, την φήμη άξεστων ανθρώπων. Στη Βόρεια Ελλάδα, πάντως, η Καρατζόβα είναι φημισμένη για τα φασόλια της - την μικρόσπορη, πεντανόστιμη ποικιλία παππούδα - και για το κόκκινο πιπέρι της, το μπούκοβο.

  • Μια ενδιαφέρουσα κουβέντα για τον καρατζόβα του λήμματος και την Καρατζόβα υπάρχει στο μπλογκ του Σαραντάκου εδώ.

#2
Khan

!
Μορφωθήκαμε...

#3
allivegp

«Mπούκοβο» είναι μια κωμόπολη της Φυρομίας.

#4
Αλάριχος Τεκέλογλου

Όντως, και σημαίνει «τόπος με οξυές» (buk = οξυά, πβ. αγγλικό beech, γερμανικό Buche).

#5
Επισκέπτης

Μήπως γνωρίζει κανείς γιατί οι ναυτονόμοι (στρατιωτικοί αστυνόμοι του πολεμικού ναυτικού) λέγονται και «καρατζόβες»;

#6
HODJAS

Προφανώς αναφέρεσαι στο γνωστό τραγουδάκι του Νικολαΐδη, για την περιπέτειά του στο ρδελομπού.

Αμφισβητώ την έκταση του όρου (το εύρος χρήσης απο τον πληθυσμό και την ειδικότητα ως προς τη ναυτονομία).

Καρατζόβες ή βλάχους ή καρατζόβλαχους ή καρατζοβίτες κλπ, έλεγαν παραδοσιακά στην αργκό όλους τους άνδρες των σωμάτων ασφαλείας, διότι προέρχονταν απο αγροτικές περιοχές, δεν είχαν στον ήλιο μοίρα και με την τεχνητή απο-αγροτοποίηση της οικονομίας => αστυφιλία, έπρεπε κάπως να ζήσουν (χωρίς πρόσημα).

Άκου «πέντε χρόνια δικασμένος», που λέει «φύλα τσίλιες για τους βλάχους-κείνους τους δεσμοφυλάκους».

Η απαξίωση των επαρχιωτών ενστόλων, εκτός απο την αποτύπωση κοινωνικών διαφορών εκ μέρους του υποκόσμου (μάχη κοινωνών της πρωτογενούς παραγωγής - αλλά φορέων κρατικής εξουσίας / καταναγκασμού - με τους αντίστοιχους της εξελιγμένης δευτερογενούς - αλλά εκνόμων μετόχων στο οργανωμένο έγκλημα), πήρε ιδιαίτερο βάρος κυρίως απο τη Χούντα και ένθεν.

Προστέθηκε η μόρφωση των διωκωμένων στην δευτερογενή τους παιδεία, η οποία έγινε ανήμπορα Μανταμσουσίστικη σημαία, έναντι της μπρουταλιτέ των καρακόλ.

Τούτο το σκώμμα, φαίνεται χριστιανικά άδικο, αλλά εξελικτικά αναγκαίο, ιδίως όταν οι φορείς ενός απηρχαιωμένου κρατικού συστήματος, καταπιέζουν τους κομιστές νέων ιδεών, κόντρα στους νόμους της Φύσης, μιας και ο Νεάντερταλ εξαφάνισε τον παλαίουρα Κρο Μανιόν μ' ένα φτάρνισμα πρωτόγνωρης γι' αυτόν νόσου.

Parole αυτά, ειδικά οι πραιτωριανοί των στρατιωτικών αστυνομιών (σε ολόκληρο το ντουνιά), επιλέγονται σταθερά με βάση την αναντιστοιχία των σωματικών τους προσόντων σε σχέση με τα πνευματικά.

Η κοινωνική προέλευση των ανδρών, δεδομένης της αυτο-εκπληρούμενης προφητείας μιας κλασμένης υπαίθρου, είναι προφανής...

Βλ. και «Ο γιός του γείτονά σου» (ντοκυμανταίρ για τους παλιούς ΕΣΑτζήδες).