Κατάσταση κατά την οποία κάποιος έχει να φασωθεί πολύ καιρό.

- Πού 'σαι ρε μαν, όλα καλά;
- Άσ 'τα να πάνε φίλε, είμαι σε αφασία εδώ και 3 μήνες. Δεν παίζει γκόμενα.
- Κατάλαβα... Κουράγιο!

Φάσες (Αγριοπερίστερα). Η έλλειψη τους συνιστά αφασία  (από GATZMAN, 28/08/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
Cunning Linguist

Σωστόοοος!

#2
Khan

Σημειωτέον ότι δεν υπάρχει η αφασία με την λίγο πιο δόκιμη πλην κττμγ αρκούδως σλανγκ σημασία του στυλ «αφασία δικέ μου», δηλ. ουάου, ανύπαρκτα, τζάμι, και γαμώ. Είναι πολύ ειτίλα έκφραση και νομίζω ότι την έχω βάλει στο Δ.Π. Ας την πάρει κάποιος προτού να επιδοθώ σε έναν νεοπλατωνικό ορισμό για το επέκεινα της φάτιδος άρρητον.

#3
Khan

Υ.Γ. Έχουμε το αφασίας του Νούλη με ασίστ δική μου, αλλά μας λείπει το αφασία, όπου θα άξιζε να γίνει αναφορά και στην έκφραση αφασία στο flip side δικέ μου (υπάρχει σε χαρρυκλυννικό δίσκο, ή Έθνος Ανάδελφον ή Τίποτα).

#4
GATZMAN

Επίσης παίζουν οι όροι: αφάσιος και αφασιόπαιδο

#5
το Λιοντάρι

Η λέξη «αφασία» πρόερχεται κι αυτή από τα «ηρωϊκά» '70's.
Για πολλά χρόνια είχε την έννοια τού: «είμαι, είσαι, είναι σε κατάσταση αφασίας, δλδ σε κώμα, Ύστερα ήρθαν οι νεαροί τής γενιάς τών '90'ς κι επειδή ναι μεν την είχαν ακούσει <από τούς γονείς τους μάλλον> αλλά δεν ήξεραν τι σημαίνει, τής έδωσαν μια δική τους έννοια.