• Λογοπαιγνιακώς: η σπιτική μαρμελάδα (που συνήθως παρασκευάζεται από τη μεγαλύτερη σε ηλικία θεία).
  • Λογοπαιγνιακώς και μεταφορικώς: γυναίκα χωρίς κοινωνικά ενδιαφέροντα, απόλυτα προσηλωμένη στα του οίκου της.

- Τα ΄μαθες ρε; Η Τζοβάνα παντρεύτηκε τον Νίκο!!
- Κλάιν μάιν! Μπορεί να έχει τη μισή Αλμωπία δική του, αλλά η Τζοβάνα που ήταν και απουσιολόγος και απόφοιτος Κ.Α.Τ.Ε. δεν αξίζει να γίνει μαρμελαθείτσα.
- Γιατί ρε, κακό είναι; Έχεις φάει κεράσια Αριδαίας και μιλάς;; ΑΑ ποιότητα. Σκέψου τα και σε μαρμελάδα! Κόλαση.
- Χελόου! Έχω φάει και ροδάκινα Σκύδρας, φίλος! Μεταφορικά το λέω, ρε γκασμά!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία