Ως μια σημαντική υποπερίπτωση της «τελειότητας μιας κατάστασης», που αναφέρει ο άλλος ορισμός, τολμώ να είπω ότι, ως πιπίλα, χαρακτηρίζεται και το στοματικό σεξ. Συναφώς, στην σεξοσλάνγκ, χαρακτηρίζεται ως πιπίλα και ο πέοντας, που υποκαθιστά την δόκιμη πιπίλα, ή την θηλή (ας πούμε και καμιά γιαλομαλακία να περάσει η ώρα), όπως και ο πιπιλογαμούλης / πιπίλας γκέουλας που επιδίδεται στην εν λόγω πρακτική, φρανγκρεκιστί γνωστή ως σουσέλ.

Ευρύτερα στην σεξοσλάνγκ, πιπίλα είναι το οποιοδήποτε πιπίλισμα, οπότε μπορεί να λεχθεί και για άντρα που πιπιλίζει βυζιά, κλειτορίδες κ.ο.κ. Αφήνω σε ειδικότερους γιαλομολάγνους τον ψυχαναλυτικό συσχετισμό ανάμεσα στην πιπιλοκατάστα, που αναφέρει ο άλλος ορισμός, το στοματικό στάδιο ανάπτυξης κατά την ψυχανάλα, την καθήλωση σε αυτό, την επικοινωνία βρέφους και μητρικού μαστού ως απωλεσθέντα πιπιλοπαράδεισο κ.ο.κ.

Τώρα πού 'ρθαμε στην βίλα, έλα κάνε μου πιπίλα.
Αθάνατη γκουσγκουνοατάκα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία