Ουσιαστικοποιημένο ρήμα, όπως τα ο σκοτώνω, ο σκοτώνω και δεν πληρώνω, ο γαμώ και δέρνω. Δηλώνει τον άνθρωπο που έχει μεγάλη αίσθηση του δύνασθαι, που δεν μασάει την πούτσα του. Οι τοιούτοι είναι συχνά ακαταμάχητοι στις γυναίκες.

Πάσα: Χότζας.

- Πώς την έχει δει ο κοντοστούπης που την πέφτει στο θεόμουνο; - Γιατί, έχεις πρόβλημα; Αφού είναι ο μπορώ...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
Khan

Πρβλ. και ο γαμάω, που ο Κρεπς έχει προσεγγίσει και αυτός το ίδιο φαινόμενο της γαμοσλανγκοτέτοιας.

#2
vikar

Ωραίος ρε Χάν. Απ' τ' αγαπημένα μου αργκοτικά φαινόμενα.

#3
Khan

Τελικά στον ορισμό έπιασα μία μόνο πτυχή, τον τσαμπουκαλή που πιστεύει ότι μπορεί να τα κάνει όλα (δύναμις με την αριστοτελική έννοια της δυνατότητας). Ο Χότζας, όμως, το χρησιμοποιεί περισσότερο με την έννοια της ισχύος, και της ωμής της επιβολής και επίδειξης, του γιατί μπορεί (δύναμις ως ισχύς, στην ελληνική φιλοσοφία εισήχθη από την ιουδαΪκή σκέψη του Φίλωνος που μετήλλαξε τον Αριστοτέλη), λ.χ. παράδειγμα: - Ποιος νομίζεις ότι είσαι που φοροδιαφεύγεις και τα έχεις όλα σε οφ σόουρ; Ο μπορώ;

#4
GATZMAN

βλ. και λήμμα μπορόλας