Σκοντάφτω.

Κανονικά υπάρχει και το ενεργητικό περδικλώνω, αλλά δεν χρησιμοποιείται σχεδόν καθόλου.

Μεταφορικά σημαίνει «μπερδεύομαι».

περδίκλα = τρικλοποδιά
περδίκλωμα = μπέρδεμα

Λήμμα το οποίο αναθεωρήθηκε (το είχα βάλει εγώ και είχα γράψει άλλ' αντ' άλλων). Από τα σχόλια του Πονηρού και του Ίωνα που ...διακριτικά ανέφεραν το σωστό, κρατάω τα εξής:

Λέει ο Πονηρόσκυλος (27/11/10):
Περδικλώνω και πεδικλώνω < από το μεσαιωνικό πέδικλον που είναι το δέσιμο με σχοινί (συνήθως) των ποδιών του ζώου για να μην μπορεί να απομακρύνεται γρήγορα.

Επίσης ο Ίων (21/11/10) λέει:
Περδικλώνω και μπουρδουκλώνω: βάζω τρικλοποδιά, μπερδεύω: «δεν πιστεύω να σε μπουρδούκλωσα, με το σχόλιο μου»

Βλ. και περδικλοπούτσι.

  1. Όπως ξέρετε, σε κανα 15 μέρες μπαίνω στον μήνα μου... έκανα δουλειές στην κουζίνα και ξαφνικά περδικλώθηκα με αποτέλεσμα να βρεθώ για άλλη μια φορά στο πάτωμα...

  2. Κοχύλι που βαριανασαίνεις θάλασσα
    Τη θάλασσά σου άκουσα
    Και περδικλώθηκα σε κότσο αναμνήσεων

  3. γεια σου ανηψι με τα περδικλώματα σου...
    Θειούλι μου,δεν κατάλαβες. Δεν περδικλώθηκα εγώ αυτή τη φορά αλλά θειούλι μου, νομίζω είναι καιρός να ενηλικιωθώ και να επιτρέψω στους άλλους να ζουν χωρίς εμένα.

από το δίχτυ όλα

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
allivegp

Ισχύει ότι η πέρδικα ετυμολογείται από το πέρδομαι;

#2
xalikoutis

Και δεμένος και πεδικλωμένος, Κυκλάδες 2015