Αυτός που ασχολείται ερασιτεχνικά με κάτι για την ευχαρίστησή του, που έχει ένα χόμπι - αυτή είναι η ψιλοδόκιμη σημασία γνωστή και κατανοητή.

Ο όρος επεκτάθηκε παραπέρα: Χομπίστας είναι γενικώς ο χαλαρός, ο άνετος, ο άπλα, ο κουλ, ο γοητευτικά ξέγνοιαστος, ο χωρίς πρακτικά προβλήματα που επιζητούν επίλυση, αυτός που κινείται φυσικά, αβίαστα, κουλαριστά, που όταν μπαίνει σε ένα χώρο ο χώρος γίνεται αυτός κι αυτός γίνεται ο χώρος.

Λίγο μποέμ, ο χομπίστας δεν εξαρτάται από τις καταστάσεις, όπως θα έλεγε κανείς για τον μεροκαματιάρη επαγγελματία. Αντιθέτως εμπλέκεται σε αυτές αποκλειστικά για να γουστάρει, σαν από χόμπι, επηρεάζοντας ή και ελέγχοντας την έκβασή τους, γιατί είναι ο κυρίαρχος του παιχνιδιού.

Σε αυτό το σημείο, μη παραλείποντας το σχετικό ρισπέκ, αντιγράφεται από εδώ η παρακάτω αναλυτική και ο,τινανική προσέγγιση ορισμού που αποτελεί και εντός ορισμού παράδειγμα:

Χομπίστας (ο) Η σημασία της λ. Χομπίστας δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να μπερδεύεται με την έννοια του «ανθρώπου που έχει χόμπι» με τον κλασικό ορισμό του χόμπι ως ορίζει ο Γ. Μπαμπινιώτης άνωθεν. Ο χομπίστας είναι αυτός, ο ένας, ο μοναδικός, ο ρετρό, ο vintage, ο απόλυτα γραφικός, ο ρηξικέλευθος, ο δωρικός, αυτός που ορίζει τον πυρήνα στον «σκληροπυρηνικό», ο ντεκαπάζ, ο ρελαντί, ο τρισμέγιστος, ο τίγρης, το σαρκοβόρο εκείνο τέρας που θα δεις στον δρόμο και θα σου βγει από μόνο του «βρε, κοίτα έναν χομπίστα! Πωω είναι θεός

Επειδή ο απόλυτος ορισμός της λ. χομπίστας δεν είναι δυνατός με όποιον συνδυασμό λέξεων μπορούν να δημιουργήσουν τα 24 γράμματα του αλφαβήτου (πέραν των βοηθητικών ακλ. Ντουκέβιλ, ασπιρίνιο, αουρέλιο, α-ο-ρα, βζντόλι και αροάνια) [...]

Ιστορικά να σημειωθεί πως η αρχική προέλευση της λέξης Χομπίστας, είναι ομιχλώδης αλλά φημολογείται ότι έχει να κάνει με ένα ενυδρείο δύο χιλιάδων λίτρων και με μια σπάνια ράτσα μαύρων πιράνχας.

Χαρακτηριστικός χομπίστας του μπι ο Κ. Τσάκωνας (αλλά στην πραγματικότητα ο Ρένος Χαραλαμπίδης «Το μόνο επάγγελμα που πραγματικά μου ταιριάζει νομίζω ότι είναι αυτό του Θεού») στα Φτηνά Τσιγάρα - από την ίδια ταινία το μήδι και το παράδειγμα.

(Τσάκωνας πάει να πάρει τηλέφωνο τη Λίτσα): Εγώ λέω να την πάρω από το κινητό για γκλάμουρ.
(Άλκης Παναγιωτίδης): Όχι Τέλη μου, όχι αγόρι μου, όχι άφησε το κινητό, σε θέλω απλό, απέριττο, δωρικό! Όλα θα παιχτούν εδώ, στη φωνή, όλα! Και να ξεκαθαριστεί απ' την πρώτη στιγμή, ότι δεν έχεις ανάγκη την απάντησή της! Είσαι ένας ΧΟΜΠΙΣΤΑΣ, είσαι ένας χομπίστας, θέλω βαθιά φωνή αισθησιακή, να τη διαπεράσεις σ' όλο της το κορμί. Κι όχι λεπτομέρειες ποιος είσαι και τέτοια, σε θυμάται, ΟΦΕΙΛΕΙ να σε θυμάται! Μπρος, πάρτην τώρα, χάρισέ της αυτή την εμπειρία.
Τηλεφωνητής: Είμαι η Λίτσα, αφήστε μήνυμα.
(Τσάκωνας): Ναι... γεια... είμαι ο... δε μπορώ (το κλείνει). (Προς τον Παναγιωτίδη): Μόνο που ακούω τη φωνή της διακατέχομαι από αίσθημα κατωτερότητας. (σ.ς. σκατά χομπίστας).

Εδώ:
- Πείτε του κυρίου μεγαλοδημοσιογραφου και όχι μόνο, να αφήσει τις δικαιολογίες του τύπου «Δεν είμαι χομπιστας». Γιατί, ρε Χατζηνικολάκο, θα σε χάλαγε να είσαι ο Χομπιστας;
- Άλλο να είσαι ένας χομπίστας και άλλο να είσαι Ο Χομπίστας.

(από Galadriel, 27/03/12)Για τι με κόβεις; Για τίποτα. Κόβει το μάτι σου. (από Galadriel, 27/03/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
MXΣ

Χομπίστες πλέον λέγονται και όσοι δουλεύουν με μειωμένο μισθό και ελαστικό ωράριο...

#2
mafie

Άρα ως συνώνυμο του «χομπίστας» έχουμε τις λέξεις ή/και εκφράσεις: νεοέλληνας, πτυχιούχος Έλληνας, αριστούχος Έλληνας, Έλληνας του εωτερικού. :Ρ