Συμφωνώ με Bubis. Από την τουρκ. λ. dangalak = αμόρφωτος, αστοιχείωτος , άξεστος , ηλίθιος... Την λέξη «ταγκαλάκι» χρησιμοποιεί συχνά και ο Κολοκοτρώνης, βλ. εδώ: http://users.uoa.gr/~nektar/history/3contemporary/narrations_fighters_1821.htm

Μας την πέσαν κάτι ταγκαλάκια των πολιτικάντηδων για να μας πουν τι να ψηφίσουμε, αλλά τα μαδήσαμε...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία