1. Ετυμ. Σύνθετη λέξη από το κώλος + μπάρα (πέος). Αυτός που αρέσκεται στην παραφύση ασέλγεια. Η λέξη χρησιμοποιείται και για τον ενεργητικό ετερόφυλο ή ομοφυλόφιλο λάτρη του πρωκτικού σεξ αλλά και για τον παθητικό ομοφυλόφιλο.

  2. Ετυμ. Σύνθετη λέξη από το κώλος + μπαρ. Σπανιότερα ως κωλομπαράς χαρακτηρίζεται ο θαμώνας του κωλόμπαρου.

  1. - Για πες ρε Γιάννη ποια είναι η αγαπημένη σου στάση.
    - Το πρωκτικό.
    - Α κι εσύ κωλομπαράς είσαι;

  2. Ο Γιάννης όλο comfusio είναι. Σταθερός κωλομπαράς.

(από Vrastaman, 07/07/08)

Σχετικά λήμματα: κωλόμπος, κωλόμπα, κολομπαράς

Για τη δεύτερη σημασία, δες και κονσομίστας.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
iron

Για πέτε μου, από απορία, τι σας έκανε και καταψηφίσατε μια τόσο κλασική λέξη; Δεν ήταν ανάγκη να την ψηφίσετε, σιγά και τη λέξη, αλλά γιατί να έχει 3 αρνητικούς πόντους; Απορία καθαρή.

#2
iron

Μπορείτε να απαντήστε με νέο ψευδώνυμο αν δεν θέλετε να φαίνεστε ποιοι είστε.

#3
rigo21

Μάλλον φταίει η φωτό του γερο-Καραμανλή, αυτοί που θα καταψήφισαν θα 'ναι ΝουΔου.

#4
Hank

Όπως έγκυρα κατέδειξε το Πονηρόσκυλο στο λήμμα κολομπαράς, το «κωλομπαράς» με -ω από το «κώλος» είναι Παρετυμολογία και παρεξήγηση. Το σωστό είναι «κολομπαράς» με -ο, που σημαίνει αποκλειστικά τον ενεργητικό σοδομιστή, ΟΧΙ τον παθητικό ομοφυλόφιλο. Όμως σε μια καταγραφή της νεοελληνικής σλανγκ κι οι παρετυμολογίες έχουν την σημασία τους, ίσως εξίσου μεγάλη με τις σωστές ετυμολογικά λέξεις. Οπότε οι δύο σημασίες που δίνεις είναι σημαντικές, αλλά πρέπει να έχουμε πάντα επίγνωση ότι είναι άλλο ο κολομπαράς με -ο, ήτοι ο ενεργητικός σοδομιστής, κι άλλο ο κωλομπαράς με -ω, ήτοι ο λάτρης του πρωκτικού σεξ με την ευρύτερη έννοια, ή ο θαμών κωλόμπαρου.