Ο όρος συναντάται και ως σουρτούκα και είναι προελεύσεως τουρκικής (sürtük είναι η γυναίκα ελευθέρων ηθών, αυτή που τριγυρνά εδώ κι εκεί). Και στα Ελληνικά, χαρακτηρίζει τη γυναίκα που δεν είναι νοικοκυρά, δεν φροντίζει το σπίτι και την οικογένειά της και δεν αναλαμβάνει ευθύνες. Με άλλα λόγια αυτή που κυνηγά τις ερωτικές περιπέτειες και τα γαμήσια.

Έχω βαρεθεί να τρώω παλιογύρια, μού έχει λείψει το σπιτικό φαγητό. Αλλά με τη σουρτούκω που παντρεύτηκα, που να γευθώ σπιτικό φαγητό...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
evgenouela

τσαπατσουλα, θρασεια, εκτος τοπου και χρονου

#2
HODJAS

Σουρτούκω ή σουρτούκα, λέγανε παλιά και την κάπα/πανωφόρι/παμεινώντα.
Ίσως συμφύρεται εννοιολογικά με το παλτό που φορούσαν ανάριχτο οι πουτάνες στα μπουρδέλα όταν επεδείκνυαν τα κάλλη τους στους περαστικούς (εξ ου και η έκφραση: Το φοράω καλτακανά).

#3
xalikoutis

Παίζει και το σοκακού (στην Άρτα το άκουσα)... Στην Κρήτη τη γυναίκα που όλη μέρα είναι στη «γειτονιά» (στη γύρα, δηλαδή, του χωριού) τη λένε χωριογύρα, χωρίς να έχει, όμως, απαραίτητα την έννοια της γυναίκας που ζει έκλυτα, απλά αυτής που δεν είναι καλή νεκοκερά.

#4
aias.ath

Στὸϊς Χαλικούτης. Ὑπάρχει καὶ στὴν κοπὴ πορτογιοῦρα, δηλ. πορτογῦρα σὲ βαρύτερη ἐκδοχὴ ένα πράμα, κατὰ τὸ τυφέκι > τουφέκι, Στῦρα > Στοῦρα κλπ.

#5
HODJAS

Στός! Βλ. και κεφαλογιούρι (κεφαλομάντηλο - πέτσα).
Οι γκακγαρέοι πρόφεραν το -υ- ως -ιου- δηλ.
άχιουρα (άχυρα), σιούκα (σύκα) κλπ.

#6
MXΣ

Στα μέρη μας το λενε και πορτογυρίστρα

#7
HODJAS

«Πορτοθούρα» στην Πάτρα.

#8
το Λιοντάρι

Έγραψα κάπου αλλού νωρίτερα τη λέξη σουρτούκω , σκέφτηκα μετά να κοιτάξω μήπως δεν την έχει βάλει κάποιος και πέφτω πάνω στον φίλο μας krepsinis , και σιγά μην και δε με είχε προλάβει κάποιος . <ρε σεις αφήστε και κάτι για τούς άλλους, φαταούληδες :-) >
Μάλιστα πρόσεξα ότι ο φίλος krepsinis εκτός από τη σωστή ετυμολογία έγραψε και σωστή ορθρογραφία , το τούρκικο ύψιλον με τα διαλυτικά από πάνω που δεν προφέρεται ως «ου» αλλά ως κλειστό «υ» , κάτι σαν το γαλλικό κλειστό «ü». <π.χ juge>
Μπράβο krepsinis .

Φίλε Χότζα <HODJAS> καλά θυμάσαι , η λέξη surtuca είναι βενετσιάνικης προέλευσης και σήμαινε ένα πανωφόρι , ή ένα σακάκι ή μια ζακέτα που φορούσαν οι άντρες όμως όχι οι γυναίκες , οπότε πρόκειται για τυχαία ηχητική ομοιότητα με την τούρκικη λέξη που σημαίνει τσουλαρία.
χεχεχε
Μπράβο και σ' εσένα ωρέ Hoca . <προφέρεται χότζα , μην ανησυχείς :-) >

#9
HODJAS

Grazie leone :-)

#10
jesus

στα λευκαδίτικα υπάρχει το «φαρομανάω» κ τα φαρομανητά, η πράξη, με την έννοια του γυρνάω δώθε-κείθε κ δε βάζω κώλο κάτω. πχ η γιαγιά μου όταν μας φύλαγε για να βγουν οι γονείς κ της κάναμε το βίο αβίωτο (μό 'χ'τε φέρ' γηράματα έλεγε):
- πού φαρομανάνε πάλ' οι γονjείς σας, σκασμένα κ μ' απαρατήσανε δώθενε...

#11
Μιτζνούρ

Είναι και η γκιζέρω, που είπαμε αλλού. Είσαι συ μια γκιζέρω! βλ. γκιζιράω. φορομανάω από το φορο/ foro / forum η αγορά. Φυσικά λευκαδίτικο και γενικά επτανησιακό, ως ιταλόφερτο, θα ήταν.

Ρε Jesus, λευκαδίτης είσαι; Μπα! Και τους αγαπάω τους λευκαδίτες γενικά, και ιδιαίτερα τους Καλαμιώτες και τους ορεινούς του Δρυμώνα

#12
iron

σχετικά με το πανωφόρι, το συνάντησα και ουδέτερο, «το σουρτούκο», σε κείμενο του Θ. Λασκαρίδη («Ήττα», ένα ενδιαφέρον διήγημα από το βιβλίο Το φονικό μοιραίο βόλι, εκδ. διάπυροΝ, επιμέλεια του sarant, ναι, σας κάνω και διαφήμιση, ο sarant έχει κάνει τρομερή δουλειά, κάποια, δε, από τα κείμενα του Λασκαρίδη είναι εξαιρετικά, ιδίως κάποια από τα αντιπολεμικά του, τα κοινωνικά και τα φιλολογικά, τα υπόλοιπα είναι για το γούστο μου πολύ στρατευμένα, αλλά σχωρείται λόγω εποχής και ηλικίας, αατα). Διαβάζουμε, λοιπόν:

«Ο Σλάβκος οργίστηκε, έβαλε στις πλάτες του το σουρτούκο του χωρίς να το περάσει στα μανίκια κι έσκυψε να πάρει από χάμω τη βέργα που κράταγε».

#13
MXΣ

άρα και με την παρακάτω επιβεβαίωση της livepedia, δεν χωράει πλέον αμφιβολία, non;

σουρτούκο το (ουσιαστικό) [ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ :από τη βενετ. λ. sortu]

  1. είδος κοντού και χοντρού πανωφοριού των χωρικών: Παπαδ. Διηγ. «...και φορή τα καλά του ρούχα, γιλέκα βελούδινα, ωραία σουρτούκια από καστόρι», Ξεν. Πλ. Φτ. «μα το σακάκι του... θα του τόχαν κάνει από παλιό σουρτούκο του γέρου Ρούκαλη», Ρίτσ. Ποιήμ. «αναποδογύριζε τις τσέπες του παντελονιού και του σουρτούκου του»
  2. το μακρύ και χοντρό πανωφόρι, το παλτό: Καζαντζ. Καπ. Μιχ. «...τουρτούριζε και λυπόταν ν` αγοράσει ένα σουρτούκο...».
#14
MXΣ

Aπό την άλλη το λατινογενές (γαλλικό και ισπανικό) ρήμα sortir, σημαίνει -και- βγαίνω έξω, οπόταν, βγαίνοντας ρίχνω και ένα sortuκο απάνω μου, να μην δανγκώσω το καβλί μου...

#15
vikar

Οι γκακγαρέοι πρόφεραν το -υ- ως -ιου- δηλ. άχιουρα (άχυρα), σιούκα (σύκα) κλπ. Χότζας Έλα ρε;!...

#16
deinosavros

Μπας κι είναι κομμάτι γενικότερο αυτό; Αν θυμάμαι καλά, ο Μωραΐτης της «Βαβυλωνίας» μιλάει για το κεφαλογιούρι του.

#17
patsis

Δείτε και μια σχετική αναφορά στο παράδειγμα του λήμματος κιουρία.

#18
HODJAS

βλ. και γίκος και σχόλια σε σελεμελές / σελεμελού

#19
vikar

Με την ευκαιρία άς πούμε και οτι ο ορισμός του κρεπσίνι είναι λίγο στενός, ή ίσως παραπειστικός. Η σουρτούκω, όπως και ο σουρτούκης, είναι άτομο που γυρνάει απο δώ κι' απο κεί, καφέδες αρμένικοι, γύρες στις γειτονιές, ολονυχτίες ενίοτε και ξενοΰπνι και λοιπά, χωρίς ομως απαραίτητα να ξενοπηδάει --μάλιστα, εγώ τουλάχιστον, ποτέ δεν τό 'χω ακούσει με τέτοια σημασία, και το ακούω αρκετά συχνά στη Θεσσαλονίκη.

Τελικά, έχει τη σημασία στην οποία αναφέρονται και τα ένα σωρό διάφορα συνώνυμα που παραθέτονται επάνω απ' τους συσαΐτες (γαμάτα σχόλια).

#20
deinosavros

Στος ο Βικ από πάνω για τον σουρτούκη. Οι βόλτες του δεν συνδυάζονται απαραιτήτως με διανομή πούτσας.

@Χοντζ για το καλτακανό φόρεμα του σουρτούκου: Ο Σκαρλάτος Βυζάντιος στο Λεξικό του (1835) διασώζει τη λέξη ως καλτανκανάτι = φόρεμα του πανωφοριού χωρίς να περαστούν τα μανίκια. Εκείνο το εμβόλιμο -ν- πιθανώς να αποσυνδέει τη συγκεκριμένη πρακτική από την σχετική πορνική συνήθεια, και να μας πηγαίνει προς κάποια (αμάρτυρη, τουλάστιχον στο νέτι) παλιά τούρκικη λέξη kaltankanat. Θα κοιτάξω μπας και βρεθεί καμιά άκρη για το kaltan, πάντως kanat είναι το φτερό, η φτερούγα, κάτι δλδ που θα μπορούσε να παρομοιαστεί με ένα ανεμίζον αφόρετο μανίκι, λέμε τώρα...
Ο Σκαρλάτος, στο ίδιο λήμμα αναφέρει και την ωραιότατη, σωζόμενη από τον Α. Γαζή λέξη αναπεταρίκι.

#21
HODJAS

Φέρε τότε την κεπινέκα σου και ρίξτην αναπεταρίκι.

#22
deinosavros

...κι άμα είναι καινούργια θα σε δεχτούμε.

#23
HODJAS

του Αη-Δημητρού αν θέλει ο θεός

#24
deinosavros

να ψήσουμε κάστανα και να πούμε ιστορίες.

#25
HODJAS

για πείνες, για ψείρες, για πουτάνες

#26
deinosavros

τα μπούτια τζη ! Πως θα χάσω τα μπούτια τζη !!!