Ρήμα που χρησιμοποιείται στη νεοελληνική και προέρχεται από το αρχαιοελληνικό κοτώ [κοτώ, δηλ. ρισκάρω - κόττος, ο κύβος, δηλ. το ζάρι]. Κοττίζω, παίζω ζάρια, τζογάρω.

Στα νέα ελληνικά, το ρήμα κοτάω αποδίδεται σε άτομα, τα οποία επιδεικνύουν δειλία και αποφεύγουν την άμεση σύγκρουση, είναι δηλ. άτολμα.

Ουδεμία σχέση υπάρχει μεταξύ κότας[ουσ.] και κοτάω [ρ.], πέραν της ορθογραφικής και ηχητικής.

  1. - Θα κατέβω κάτω και θα γίνει της πουτάνας.
    - Έλα ρε κωλόπαιδο αν κοτάς, σε περιμένω.

  2. - Για ηρέμησε ρε μεγάλε, δεν κοτάμε να σού πούμε κάτι και ξεσπάς. Ποιος νομίζεις ότι είσαι δηλαδή; Δε γαμιόμαστε ν' ασπρίσουμε...

Κόττοι, κοινώς μπαρμπούτης  (από krepsinis, 09/02/09)Συμποσιαστής παίκτης κοττάβου (από Hank, 09/02/09)Κι άλλος συμποσιαστής παίκτης κοττάβου (από Hank, 09/02/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
Vrastaman

Μαθαίνουμε ;-)

#2
Hank

Έχω μερικές παρατηρησούλες:

1) Σύμφωνοι ότι η λέξη έχει ελληνικότατη και αρχαία ετυμολογία. Αλλά υπάρχει και το ρήμα «κοτέω», που σημαίνει οργίζομαι, από όπου και ο «κότος», η οργή, η χολή, η οργίλη πικρία, συχνότατο στην Ιλιάδα. Συνήθεις εκφράσεις: «δαιμόνων κότος», η οργή των θεών, «αμείλιχος κότος», η αδυσώπητη οργή, «του θανόντος η Δίκη πράσσει κότον», δηλαδή η Δίκη του πεθαμένου προκαλεί οργή που ζητεί εκδίκηση. Ως ρήμα το «κοτέω» είναι πολύ συχνό στους Λυρικούς, το ουσιαστικό στους Επικούς, αμφότερα απ' τις απαρχές της ελληνικής Γραμματείας. Ο Μπαμπινιώτης λέει ότι το νεοελληνικό «κοτάω» είναι αβέβαιου ετύμου, είτε από το αρχαίο «κοτέω», είτε από το μεσαιωνικό «κοττώ» (πάντα με δύο ταυ!) στο οποίο αναφέρεσαι. Πιστεύω ότι το «κοττώ»= παίζω ζάρια, είναι πιθανότερο ως μεσαιωνικό και σε αυτό θα συμφωνήσω μαζί σου, αλλά ΔΕΝ πρέπει να αποκλειστεί το «κοτέω». Αν ετυμολογήσουμε το «κοτάω» από το «κοττώ», πρέπει να το γράφουμε με δύο ταυ, αλλά ο Μπαμπινιώτης αφήνει την γραφή με ένα ταυ, λόγω αμφιβολίας.

2) Η «κότα» προκύπτει από το «κόττος», που σημαίνει τον κόκορα, αλλά ΔΕΝ μπορεί να αποκλειστεί κατηγορηματικά η ετυμολογική συγγένεια και με τον «κότταβον», που είναι συγγενής με το «κοττώ». «Κότταβος» σημαίνει αρχικά δοχείο και από εκεί ένα τυχερό παιχνίδι και έχει σχέση με τους κόττους- κύβους- ζάρια. Επίσης, «κόττος» ήταν το λειρί του πετεινού και από εκεί ο κόκορας και η κότα, που ίσως θα έπρεπε να γραφόταν «κόττα», αν ήμασταν λίγο πιο σίγουροι. Οπότε από τη μια έχουμε κοτάω> (ίσως από) κόττος > κότταβος, και από την άλλη κότα> κόττος. Μεταξύ των δύο ίσως υπάρχει συγγένεια, αλλά αρχαία και πολύπλοκη.

3) «Κοτάω» ΔΕΝ σημαίνει «επιδεικνύω δειλία», αλλά το αντίθετο! Αν ετυμολογείται από το «κοττώ», σημαίνει «ρισκάρω», ενώ αν ετυμολογείται από το «κοτέω» σημαίνει «οργίζομαι, εκδικούμαι, χολώνομαι». Όταν λέμε «αν κοτάς», εννοούμε «αν έχεις τα κότσια (ομόρριζο!!!), τα αρχίδια να διακινδυνεύσεις ή (εναλλακτικώς) να κάνεις την βεντέτα», όπως φαίνεται στα πολύ πετυχημένα παραδείγματά σου.

4) Συγγενή με το «κόττος»-ζάρι είναι τα κότσια- ζάρια, όπως στην έκφραση «αν έχεις τα κότσια», που σημαίνει το ίδιο πράγμα. Με το «κόττος»-λειρί του κόκορα το «πιάνω κότσο», αφού ο κότσος που πιάνουμε τα μαλλιά μας ίσως συνδέεται ετυμολογικά με το λειρί του κόττου- πετεινού. Οπότε είχε δίκιο ο συσλαγκιστής που το έγραψε με όμικρον, μάλλον δεν είναι από τον «Κώτσο»- Κώστα. Πιθανόν όλα τα παραπάνω να είναι όρριζα.

5) Ο Ξενοφών διηγείται ένα ιστορικό ανέκδοτο που με είχε από παλιά συγκλονίσει, στα «Ελληνικά». Οι δύο κύριοι από τους Τριάντα Τυράννους μετά το 404 π.Χ. ήταν ο Θηραμένης και ο Κριτίας. Ο Θηραμένης έκανε πολλές πολιτικές αλλαξοκωλιές και γι' αυτό τον φωνάζανε «κόθορνο» από το παπούτσι του δράματος που στρεφόταν και αριστερά και δεξιά. Ο Κριτίας, συγγενής του Πλάτωνος, ήταν ένα είδος αρχαίου Nietzsche, αριστοκράτης φιλόσοφος, με ειλικρινή κυνισμό, αλλά σε αντίθεση με τον Γερμανό ήταν αιμοσταγής προγραφέας των αντιπάλων του. Κάποια καλή ώρα ο Κριτίας οδήγησε στην εκτέλεση με κώνειο του Θηραμένους, του παλιού στενότατου συνεργάτη του. Ο Ξενοφών περιγράφει ότι ο Θηραμένης που σε όλη την ζωή του ήταν ένα τιποτένιο καθίκι, που δεν «κοτούσε» να κάνει τίποτα μεγαλειώδες, είχε όμως έναν πολύ ηρωικό με χιούμορ θάνατο. Υπήρχε ένα συμποσιαστικό παιχνίδι, ως «κότταβος», που παιζόταν μεταξύ εραστή και ερωμένου, και στο οποίο αν δεν με ξεγελά η μνήμη μου, δεν είμαι σίγουρος, αυτός που έπινε κρασί, άφηνε την τελευταία σταγόνα, την γύριζε στο κυκλικό δοχείο του κρασιού (κόττος), και την έρριχνε προς τον επόμενο συμποσιαστή με αφιέρωση, εννοώντας ότι ο άλλος θα τον ακολουθήσει στην οινοποσία. Ο Θηραμένης, ως αρχαίος σλανγκιστής, έκανε το ίδιο με το κώνειο, το οποίο αφού το ήπιε, την τελευταία σταγόνα την «κοττάβισε» και την πέταξε έξω αφιερώνοντάς την στον Κριτία. Εννοούσε ότι ο Κριτίας ήταν ο αγαπημένος του φίλος, που ακριβώς επειδή προέδιδε την φιλία τους, έμελλε να τον ακολουθήσει στην κωνειοποσία. Ο Θηραμένης αποδείχτηκε προφητικός! Ο Κριτίας εκτελέστηκε λίγο καιρό αργότερα!

#3
Hank

4) τελευταία γραμμή: ομόρριζα.
Αλλά ίσως και να είναι «βράσε όρυζα», γλώσσα λανθάνουσα...

Η «αποκοτιά» ομοίως δεν ξέρουμε σίγουρα αν είναι από το «κοτέω»=οργίζομαι ή από το κοττώ=ρίχνω ζάρια.

Μια πολύ ωραία λόγια λέξη είναι και η «διακύβευση».

#4
Hank

Υ.Γ. Έγραψα για τον «κότταβο» από μνήμης, και μετά είδα ότι υπάρχει άρθρο στην ουικιπαίδεια εδώ.

#5
Hank

Το ενδαιφέρον που λέει το ως άνω άρθρο είναι ο (ομο)ερωτικός χαρακτήρας του εν λόγω παίγνιου. Με άλλα λόγια ο Θηραμένης τον έρριχνε τον κότταβο!

#6
Hank

Πες κάτι ρε Πανούλη και στους μαθητές!...

#7
Pirate Jenny

Φλας! Μόλις συνειδητοποίησα τις ομοιότητες του κότταβου με το «στην αφεντιά σου». Hank, για πες να μαθαίνουμε, ο κότταβος ήταν αποκλειστικά μεταξύ δύο «παιχτών»; Ή μπορεί να πήγαινε σερί, ξερωγώ ο Αναξίμανδρος ρίχνει το ποτήρι στον Κλέωνα, ο Κλέωνας στον Αλκίνοο, ο Αλκίνοος στον Αναξιμένη και πάει λέγοντας;;

#8
Hank

Φαντάζομαι ότι μάλλον θα πήγαινε σερί, ιδίως αν είχαν πιει και κανά ουζάκι! Υπάρχει τέτοιο παιχνίδι σήμερα;

Αυτό θα πει συνέχεια! Όταν οι άλλοι κρεμιόντουσαν απ' τα δέντρα, εμείς παίζαμε κότταβο!

#9
Pirate Jenny

Υπάρχει, υπάρχει, και πάω να το γράψω! :)

#10
Hank

Και σημειωτέον ότι το «κοτάω» δεν πρέπει να συγχέεται με τα «κιοτεύω» και «κιοτής», που είναι τουρκικής προέλευσης για τον δειλό/ κακό.

#11
Hank

:)