Σύντμηση για «Displaced Person», ο επίσημος όρος στα Αγγλικά για πρόσφυγες ή αυτούς που μεταναστεύουν λόγω πολέμου ή λιμού, χωρίς να θέλουν και με το ζόρι. Χρησιμοποιείται από τους ομογενείς της Αμερικής για να περιγράφουν κάποιον Έλληνα που, παρόλο που ζει 50 χρόνια στην Αμερική, δεν μιλά ούτε μια λέξη Αγγλικά και συμπεριφέρεται ακριβώς σαν να βρισκότανε στο χωριό του.

Χρησιμοποιείται επίσης ειρωνικά για «Αμερικανάκι» της δεύτερης-τρίτης γενιάς που π.χ. φοράει ελληνικές ποδοσφαιρικές φανέλες ή είναι μέλος μιας ομάδας παραδοσιακού χορού.

  1. - Πάμε στο καφενείο του θείου σου; - Όχι ρε μαλάκα, είναι γεμάτο D.P. και θα μας αγριοκοιτάζουν που φοράμε βερμούδα.

  2. - Ωραίο μουστάκι έβγαλες ρε D.P. Δεν βγάζεις και την τσαμπούνα σου να μας παίξεις μια σούστα να χορέψουμε;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Όρος όμοιος με το «κακσάκας» (από το αγγλικό «cocksucker»), αλλά βαρύτερος.

- Νά τον κακσάαααακαρα που είπε την αδελφή μου πουτάνα μπροστά σ' όλους. Άντε, μάζεψε τα δόντια του άμα τελειώσω...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Από το αγγλικό «cocksucker», δηλαδή πουτσογλείφτης. Χρησιμοποιείται κυρίως από τους Έλληνες της Αμερικής, με την έννοια, όπως στα Αγγλικά, του «μαλάκας».

  1. Έλα 'δώ ρε κακσάκα να σε γαμήσω.

  2. Είδες τον κακσάκα πώς κοιτάζει την αδελφή σου;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία