Χρησιμοποιείται ως μια όχι και τόσο πολύ ευγενική απάντηση στους πλανόδιους, συνήθως οικονομικούς μετανάστες, οι οποίοι, εκεί που πίνεις τη δούμπα σου στην καφετέρια, έρχονται και σου προσφέρουν τη νέα τσόντα της Τζούλιας, το καινούριο cd του Χατζηβλάκα, καινούρια games κλπ.

- Πάρε πάρε φίλος ... - Έχουμε Ίντερνετ!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Από το λατινικό agito. Αυτός που κάνει δημόσια πολιτική ζύμωση. Ομιλίες και διαλέξεις, συνθήματα για την προπαγάνδιση θέσεων. Η διαδικασία λέγεται αγκιτάτσια. Ο αγκιτάτορας έχει διαφορετική αποστολή από τον ινστρούκτορα ή ινστρούχτορα μιας και ο τελευταίος ζυμώνει προσωπικά (μυστικά).

- Και που λες είμαστε όλοι οι συμβασιούχοι έξω από το υπουργείο και σηκώνεται ο Γεωργίου σε ένα πεζούλι κι αρχίζει μπλα μπλα μπλα ...
- Ρε τον Γεωργίου ... έγινε αγκιτάτορας!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η κωλοσχισμή που ξεπροβάλλει καθώς το παντελόνι μαζί με το σώβρακο υποχωρούν προς τα κάτω. Λέγεται έτσι λόγω ομοιότητας με τους κερματοδέκτες των αυτόματων πωλητών και των πάλαι ποτέ «ούφο» ηλεκτρονικών παιχνιδιών.

Ο κερματοδέκτης συναντάται πολύ σε υδραυλικούς και σε μάστορες βουλκανιζατέρ.

- Μαλάκα έχεις ψιλά;
- Γιατί, θα δώσεις πουρμπουάρ στον παραγιό του μάστορα;
- Όχι ρε μαλάκα ... δεν βλέπεις πώς σκύβει; Βγήκε ο κερματοδέκτης!

Βλ. και ξεκωλτέ. Αγγλικανιστί: butt crack, plumber's butt.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο ντελιβεράς, διανομέας, σε πόλεις της Βορείου Ελλάδας. Επειδή φέρνει το φαγητό πακέτο. Εξ ου και οι αγγελίες ή χαρτιά σε τζαμαρίες καταστημάτων ταχυφαγείων, «ζητείται πακετάς».

- Πω ρε μαλάκα, με έχει κόψει λόρδα, πού είναι ο πακετάς χάθηκε;
- Ο ΠΟΙΟΣ;
- Ο ντελιβεράς ρε χαμουτζή!

Πακετού που το \'χει όλο το πακέτο (από sstteffannoss, 04/05/11)

Βλ. και πιτσαφέρτας, πιτσαράς.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το καυλί ή γκαβλί στα Κοζανίτικα-Σούρδικα.

Νικόλας Άσιμος (Κοζανίτης) : «Το δικό μου το γκαφλί είναι από άλλο μαγαζί ...»

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Χρησιμοποιείται για πολύ παλιά, παροπλισμένα και άχρηστα αντικείμενα (συνήθως αυτοκίνητα) , τα οποία ο ιδιοκτήτης τα παίρνει μαζί στον τάφο του αφού έχουν μικρή αξία μεταπώλησης.

Από το χάρβαλο πλοίο «Δημητρούλα» του Αγούδημου. Ενίοτε μπορεί κάποιος να χρησιμοποιήσει και τα ονόματα «Ρομίλντα» ή «Ροδάνθη».

- Και μου πετάγεται με κόκκινο ο μπάρμπας με ένα Opel Kadet , κόντεψε να με σκοτώσει ... του φωνάζω «που πα ρε θείο με τη Δημητρούλα;;».

Δημητρούλα  (από GATZMAN, 30/04/11)Δημητρούλα μου γειά σου (από GATZMAN, 30/04/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Χρησιμοποιείται στη θέση του κωλομετράω.
Όταν κάτι ή κάποιος μετράει πολύ άσχημα.

- Μαλάκα δες γυαλάκι ... κωλομετράει!
- Πσσς .. κωλοένα κωλοδύο κωλοτρία ... (+άπειρο)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Απαξιωτική λέξη για να περιγράψει τους φοιτητές. Προέρχεται από το προλεταριάτο. Ως εκ τούτου αποδίδεται σε εκείνη την «τάξη», ομάδα, κάστα φοιτητών που δεν έχουν δουλέψει ποτέ στην ζωή τους και φέρονται σαν διαφορετική κοινωνική ομάδα.

Εξαιρούνται οι φοιτητές που κάνουν έστω ένα μεροκάματο την εβδομάδα σε μπαράκι.

- Ρε φίλε, πήρα πτυχίο και γαμιέμαι 10 ώρες για 500 ευρώπουλα ... - Αχ μια από τα ίδια ... κάθε μέρα αναπολώ την εποχή της δικτατορίας του φοιτηταριάτου!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Φράση που χρησιμοποιείται για να δηλώσει το αναπόφευκτο του χεσίματος, η χρονική στιγμή του νανοσεκόντ πριν το κόψιμο.

Όταν νιώθεις το τσούξιμο-κάψιμο στον πρωκτό και υποψιάζεσαι πως το νεογνό που ετοιμάζεις να φέρεις στον κόσμο μπορεί να έχει πάρει ξυστά (γλείψει) το ύφασμα από το σώβρακό σου.

- Βασίλη αργείς;;;
- Διαβάζω την Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα ... γιατί;
- Τέλειωνε, έχει γλείψει σώβρακο!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Πράξη που κάνει κάποιος /-α για να μην γίνεται στόχος, να μην τον πάρουν πρέφα, να μην τον κάνουν κόζι.

- Τώρα που κουρεύτηκα και ξυρίστηκα κι έβγαλα τα χαϊμαλιά είμαι πολύ αντικόζι φιλαράκι, δεν με σταματάνε ποτέ οι λίτες.
-Ένεκα το φανταριλίκι Τάσο μου.

Κάποτε κάποιος κόζαρε κάποιον που έκανε κόζι ένα μαραγκό επί το έργον.Του \'βγαλε το παρατσούκλι. Αυτό έγινε επώνυμο και  μετά από τέρμενα εξήλθε η εγγονή αυτού που κόζαρε το μαραγκό... Λέμε τώρα (από GATZMAN, 29/04/11)αντικόζι:Κι όποιος κοζάρει την αντίκα (π.χ:το γέρο ή το θέμα του βίντεο)  (από GATZMAN, 29/04/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία