Είναι τόσο κοντά που δεν αξίζει να το συζητάς.
Είναι τόσο κοντά που δεν αξίζει να το συζητάς.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Έκφραση εκδήλωσης ικανοποίησης που σημαίνει ότι η ομάδα σου κέρδισε (δύο μηδέν).
- Πόσο ήρθε η Νικάρα;
- Δύο μηδέν λακέρδα!
- Έλα ρε, τέλεια!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Γυναίκα που είναι πολύ χοντρή, άσχημη, ίσως και να βρομάει. Επίσης δεν έχει πολλούς φίλους και διστάζει να συζητά με τους γείτονες.
- Ο κυρ Κώστας κάθε μέρα δεν ξεχνά να μου λέει καλημέρα και να μου φέρνει την εφημερίδα στην πόρτα μου.
- Ναι είναι ο ιδανικός γείτονας. Απορώ όμως, πώς παντρεύτηκε αυτή τη μπλαμούτσα τη γυναίκα...
Βλ. και χουφτιάρα, μπράσκα, η, όρκα, πατοκαφρόλα, φακλάνα, φρι Γουίλι, free Willy, φώκια, χαβούζα, η, χαβούζα, η, μπουρέκλα, θωρηκτό Ποτέμκιν, μποχλάδα /-ω, κεφτές με πόδια, κουνιότα
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Ρήμα που χρησιμοποιείται στην περιοχή Πηλίου και σημαίνει μαλακίζομαι, δεν κάνω τίποτα ουσιαστικό. Επίσης σε ερώτηση σημαίνει «πας καλά;», «είσαι καλά;»
- Πάμε για μπάνιο στη θάλασσα, Κωστή;
- Κουφομπλώνεις; Έχει κρύο...
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Έκφραση που χρησιμοποιείται για να δείξει ότι κάποιος δεν πεινά κι έτσι αργεί να τελειώσει το φαγητό του.
- Κοίτα τον πόση ώρα ανακατεύει τα ρεβύθια...
- Ναι, ναι χορτασίλα του μυρίζει!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
after + ελληνική κατάληξη επιρρήματος. Πιο μετά, υστερότερα.
Άσ' το αυτό τώρα! Θα το κάνουμε αφτερότερα που θα είναι πιο ήσυχα.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Πραγματικό γεγονός, όταν μια παρέα φαντάρων αφού είχαν κάνει χοντρή μαλακία και τους έπιασε η αστυνομία, έβαλαν τον gay της παρέας να «βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά». Οπότε και η προσέγγιση του gay ήταν πολύ χαριτωμένη. Χρησιμοποιείται για να προσδιορίσει την εκδηλωμένη ομοφυλοφυλία.
- Δε μας τα λες καλά...
- Ντιγκι-νταγκ κυρ αστυνόμε...
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Άντε παράτα μας, άει γαμήσου κτλ.
Τι λες ρε φίλε, σοβαρά... Φάε κάναν πεθαμένο να χορτάσεις!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Προστακτική του ρήματος παλουκώνω, προστάζω κάποιον να καθίσει ήσυχα σ' ένα μέρος.
Παλουκώσου επιτέλους! Με ζάλισες!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!