Μεγάλος θόρυβος που προκαλείται από συγκεντρωμένο πλήθος, οχλαγωγία, οχλοβοή, χάβρα. Από τουρκική λέξη για το πλήθος. Επίσης, καλαμπαλίκια ονομάζονται και τα αρχίδια. Ελπίζω όχι με την σημασία του «περιττού αντικείμενου»...

Πολύ καλαμπαλίκι δικέ μου, μεγάλο τζέρτζελο!

0.48: Στο γάμο μάγκα να \'σουνα να δεις καλαμπαλίκι σαν να \'μουνα υπόδικος και περιμένω δίκη (από Khan, 19/05/10)

Δες και το λήμμα καλαμπαλίκια

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το καλαμπαλίκι, εκτός από την καθιερωμένη του έννοια ως περιττού αντικειμένου, σημαίνει και βάσανο, ντέρτι, νταλκάς.

  1. - Να δούμε πότε θ' αδειάσεις το πατάρι από τα καλαμπαλίκια που έχεις μαζέψει. Φωτιά θ΄αρπάξουν απ' το θερμοσίφωνα, καμιά μέρα!
    - Δεν είναι καλαμπαλίκια, μάδερ. Τα βινύλια μου είναι συλλεκτικά και μια μέρα θ' αξίζουν μια περιουσία.
    - Αν δεν μας κάψουν πρώτα.

2α. Η Τέτα μου το γύρισε σε λεσβία και περνάω μεγάλο καλαμπαλίκι.

2β. (από μόρτικο άσμα του Χάρυ Κλυν)
Ώχου τζερτζελές
Αμάν καλαμπαλίκι
Εμένα τον ασίκη
Με κάναν να με κλαις.

Δες και το λήμμα καλαμπαλίκια

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία