Τάσο, οι φίλοι με φωνάζουν νίκο.
Χρησιμοποιείται για να κατονομαστεί κάτι το οποίο έχει περιγραφεί μόλις στον λόγο (είτε ως γένος είτε ως είδος), είτε για να το τρίψουμε στη μούρη του συνομιλητή («ναι, ρε μαλάκα, αυτό εννοούσα, καλά το κατάλαβες»), είτε για να το κάνουμε κέρματα. Βασική χρήση είναι και η ειρωνεία προς τα λεχθέντα του προλαλήσας, βλέπε παράδειγμα πρώτον σε ήχο δεύτερο.

  1. από εδώ:
    - Η λογική του Σοσιαλισμού, σύντροφοι, βασίζεται στην παράκαμψη της αστικής ψευτο-έννοιας της δικαιοσύνης μέσω της εργατικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής. Έτσι, το πρόβλημα της κοινωνικής δικαιοσύνης λύνεται χωρίς καν να τεθεί, καθώς μέσα στο πλαίσιο του προλεταριακού κράτους...
    - Λέγε με ΕΣΣΔ...
    - Μη χαώνεις τη συζήτηση, ρε συ σύντροφε.

  2. Όλα τα μουνόπανα τα φασιστοειδή της κυβέρνησης, λέγε με χρυσοχό και πάγκαλο, βγαίνουν αβέρτα στην τιβί να δικαιολογήσουν τα αδικαιολόγητα...

  3. - Ήταν κι ένας χαρτοκλέφτης στο καρέ, λέγε με Πέτρο, και μας γδύσανε.
    - Ψάχνjεις για καβγά ρε αρχίδι; Θα σε γαμήσω!
    - Ρε μουνjί μ' απειλjείς;; Ρε μουνjί θα πεθάνjεις!

(κλασσική πατρινή ατάκα αρχής καβγά η τελευταία.)

Λέγε με παλιόπαιδο, λέγε με αλήτη (Στράτος Διονυσίου) (από allivegp, 23/02/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία