Δεν τρέχει τίποτα, όλα είναι οκέικ, υπό έλεγχο, κομπλέ και τα σκυλιά δεμένα.
Συνώνυμο: δεν τρέχει κάστανο. Το κάστανο είναι κομμάτι πιο παλιομοδίτικο.
Το τσάι και το κάστανο (κι ενδεχομένως κι άλλα παρεμφερή που με διαφεύγουν τώρα) αποδίδονται εν προκειμένω με το «τίποτα» ή το «καθόλου». Κάτι σαν και το κρητικάτσικο «πράμα» (δε γρικάει πράμα κλπ). Ακριβέστερα, τα εν λόγω καθιστούν απτό και συγκεκριμένο αυτό το αόριστο «κάτι». Διότι η slang είναι εξόχως εικονοποιητική, αρέσκεται στο χειροπιαστό, αγαπά το αντικείμενο. Αν η slang ήταν Πρωτοπορία (που είναι) θα ήταν Σουρεαλισμός. Έτσι για να 'χουμε να λέγαμε.
Δεν τρέχει κάτι = δεν τρέχει τσάι = δεν τρέχει κάστανο
Δεν νιώθει τίποτα = δεν νιώθει κάστανο = δεν νιώθει τσάι
Δεν την παλεύω καθόλου = δεν την παλεύω κάστανο = δεν την παλεύω τσάι
Το τσάι είναι γενικά λίαν σλανγκενεργόν. Πάρτε μια ιδέα:
α. Τον τσάγιασα / τον έστειλα για τσάι (κοντράδικη αργκό).
β. Το τσάι σου εσύ: Μην ανακατεύεσαι, κάτσε στη γωνιά σου, κάνε μόκο.
γ. Πίνει τσάι: Γέρασε.
δ. τσάγια: Σύνθετος χαιρετισμός εκ του ιταλικού τσάο και του ελληνικού γεια.
ε. τσαγιέρα: Η λούγκρα.
Την έχω κάνει τάρανδο τη μικρή αλλά δεν τρέχει τσάι, συνεχίζουμε κανονικά.