Το χέσιμο που ταυτόχρονα συνοδεύεται με κλάσιμο. Γιατί πέρασε η ώρα και δεν κρατιέσαι. Ή γιατί αυτό που έφαγες σε έστειλε κανονικά. Βάρδα να μη συμβεί καταλάθος εκεί που νομίζεις ότι πρόκειται να αφήσεις μια κούφια -και να σου φύγει έστω κι ένα ταρζανίδι στο βρακί...

Στο χεζοκλάνι με το που κάθεσαι φεύγουν αμφότερα την ίδια στιγμή. Έτσι η σκατούλα προωθείται αποτελεσματικότερα, πλην αλλ' όμως ουδείς εγγυάται ευθυχεσία.

Λέγεται και χεσοκλάνι. Κάτι παρόμοιο -ως συνδυασμός- το σκατούρημα και -ως κατάληξη- το μουνοκλάνι.

Ε, καιρό είχα.

  1. - ΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ!!!
    - Τι γελά ρε μαλάκα;
    - Σε άκουγα...
    - Αποκλείεται!
    - Ε τι αποκλείεται, γαμήθηκες στο χεζοκλάνι, μέχρι μέσα ακουγόσουνα!

  2. - Πωπω ρεζίλι έγινα, εκεί που περπατούσα άφησα μία και τελικά ήταν χεζοκλάνι μαλάκα! - Δεν έγινες ρεζίλι, κώλος έγινες, μουάχαχα...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία