με σακουλιάζουν

ως μέσης διάθεσης και το μορφολογικά παθητικό στο λήμμα.

Η κυριολεκτική σημασία του να βάζω κάτι μέσα στη σακούλα, έχει πάρει μεταφορικές διαστάσεις. Ο άνθρωπος σαν αντικείμενο σακουλιάζεται. Παλιά σλανγκ που λεγόταν για τα ντου που κάνανε οι αστυνομικοί και πηγαίνανε αυτόφωρο τους παραβάτες, τυλίγοντάς τους σε μια κόλλα χαρτί λες και είναι σαρδέλες.


- Ρε συ, που πήγε ο Μάκης κι οι λοιποί. Περίεργο! Πώς το ρεμπελιό των ποπολάρων δε φάνηκε ακόμη;
- Δε το'μαθες; Χτες βράδυ ξεσήκωσαν τη γειτονιά με μπουζούκια - μπαγλαμάδες και στήσανε γλέντι... Η χοντογιώργαινα η στρίτζω ειδοποίησε την αστυνομία και τους σακουλιάσανε...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία