Τζιαμπουνάω = Φωνάζω δυνατά, ακατάπαυστα.

Παράδειγμα: Τι μ' τζιαμπουνάς ιδώ πέρα μωρ' συ α ;;;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε