Τρελαίνομαι, δεν βλέπω μπροστά μου από τα απίθανα που ακούω
Επίθ.: σαλταρισμένος.
Άσε, σαλτάρισε ο τύπος με τις εξηγήσεις που του έδωσε η γκόμενα.
Τρελαίνομαι, δεν βλέπω μπροστά μου από τα απίθανα που ακούω
Επίθ.: σαλταρισμένος.
Άσε, σαλτάρισε ο τύπος με τις εξηγήσεις που του έδωσε η γκόμενα.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!