Τσιμούχα αποκαλείται τοσο το είδος κουρελιού που χρησιμοποιείται για στεγανοποίηση σωληνώσεων και άλλες βιομηχανικές χρήσεις, όσο και ο δακτύλιος στεγανοποίησης για κινητήρες. Εκ του ιταλικού cimosa (ούγια υφάσματος).

Σλανγκιστί, μωρή τσιμούχα αποκαλείται υποτιμητικά τόσο η άσχημη και συνήθως ξερακιανή γυναίκα (Βλ. πατσα(β)ούρα, λινάτσα) όσο και ο εν γένει σπασαρχίδης άνδρας.

- Τι θα μου πάρεις για δώρο μπουμπούκο μου;
- Μια φλάντζα.
- Γιατί, καλέ;;;
- Τι άλλο δηλαδή να σου πάρω μωρή τσιμούχα; Μπη στα διάλα από δω!

Για του λόγου το αληθές, καθαρίζει δονητές-- και; (από knasos, 01/12/08)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία