και «άλα της».
Δείχνει ενθουσιασμό ή επιδοκιμασία.
Κατάγεται από την στρατιωτική ιαχή «Αλλάχ!» των γενιτσάρων (πηγή: Ηλίας Πετρόπουλος, «Παροιμίες του υποκόσμου»).
Ακούγεται συχνά σε ρεμπέτικα, λαϊκά άσματα σαν μέρος των στίχων ή και εμβόλιμα, από τον / την αοιδό για να «γίνει» κέφι. Και οι ακροατές το χρησιμοποιούν επίσης, επιδοκιμάζοντας, είτε τους καλλιτέχνες, είτε αυτούς / αυτές που, έχοντας μερακλώσει, γουστάρουν, χορεύουν, τραγουδούν μαζί και τα «σπάνε» γενικώς.
Στην καθομιλουμένη, το «άλα» - «άλα της» έχει παρόμοια ως άνω ερμηνεία (παρ.1), μπορεί όμως να αποκτήσει και ειρωνική χροιά που αφορά συνήθως στην εμφάνιση (παρ.2).
- Άλα, γεια σου ρε Λίλιαν με τα ωραία σου!
- Άλα της ζαντικά το Ibiza.