Χα. Εγώ πάλι δε θα είχα κανένα μα κανένα πρόβλημα να γράψω για ελεινούς Έλληνες. Απέφυγα την ευθύνη επειδή, εντάξει, αυτή η λέξη δεν υπάρχει, και δεν ήξερα πού ακριβώς ήθελε να εστιάσουμε ο Hank.
Mes, είμαι σίγουρη ότι θα το περιποιηθείς καταλλήλως. :)
Κάτι έμαθα σήμερα!! (τρελή χαρά)
Ναι, αλλά δε γνωρίζω στον ορθόδοξο γάμο να πίνουν άλλο κρασί απ' αυτό της μετάληψης - και το κοινό σκεύος (ποτήριον, κουτάλιον, ό,τι έχει ο καθένας :-Ρ) ισχύει γενικά εκεί. Η μετάληψη των καθολικών, αντίθετα, είναι σκέτη και στεγνή όστια, οπότε το κρασί είναι έθιμο του γάμου ειδικά. Τουλάχιστον τώρα.
Παίζουν κι άλλα παραδείγματα, από διάφορους πολιτισμούς. Παίρνω όρκο ότι και οι Κέλτες έκαναν κάτι αντίστοιχο με υδρόμελι, αλλά βαριόμουν να το ψάξω.
Όσο για τον κότταβο, εντάξει, μη βάζουμε και το χέρι μας στη φωτιά ότι από κει προέρχονται απ' ευθείας οι κούπες και τα «στην αφεντιά σου». :) Και οι Ρωμαίοι είχαν άπειρα drinking games, κάποια απ' αυτά τα κληρονόμησαν / εξέλιξαν οι Βενετοί, ίσως από κει, ποιος ξέρει... Από την άλλη (και το πιθανότερο, κατά την εκτίμησή μου), μπορεί να είναι ένα καθαρά αγροτικό έθιμο, και να μην έχει καμία σχέση με συμπόσια των πλουσίων και των πρωτευουσιάνων.
Τουλάχιστον άμεσα. Έμμεσα, όλα έχουν σχέση. Το κρασί είναι παντού ιερό, και οποιαδήποτε επαφή σωματικού υγρού (εν προκειμένω, σάλιο) μπορεί να έχει μυστικιστική σημασία. Αν το πάμε πολύ πολύ παλιά, οι σωματικές εκκρίσεις - όπως και ο,τιδήποτε βγαίνει απ' το σώμα, όπως τρίχες ή νύχια - είχαν τεράστια σημασία. Όποιος ήξερε ξόρκια, μπορούσε να σου κάνει κακό αν είχε πρόσβαση σε κάτι απ' αυτά. («Συμπαθητική μαγεία» που έλεγε και ο Frazer στο «Χρυσό Κλώνο», η βασική αρχή του βουντού, άπειρα παραδείγματα σε παραμύθια: ένα μαντίλι ή μια τρίχα απ' τα μαλλιά της πριγκήπισσας να καβάτζωνε η μάγισσα, και την «έδενε» με μάγια! Για τον ίδιο λόγο, έχει μείνει να θεωρείται «γρουσουζιά» ακόμα και σήμερα να πετάς τα νύχια που κόβεις όπου να' ναι. ) Πιθανόν όλο αυτό να ήταν μια πρωτόγονη απόπειρα εξήγησης των ασθενειών που κολλάνε με μικρόβια. Ποιος ξέρει...
Όταν λοιπόν κάποιος επίτηδες επέτρεπε στον άλλον τέτοια πρόσβαση, σίγουρα τον εμπιστευόταν, τον τιμούσε, τον αγαπούσε. Κάπως έτσι (αν και παίζουν κι άλλα, πιο πολύπλοκα) εξηγείται το φτύσιμο (για ξεμάτιασμα πχ), το έθιμο του αδερφοποιητού («να ενώσουμε τα αίματά μας»), και φυσικά το φιλί στο στόμα χωρίς σεξουαλικό υπονοούμενο.
Τα' σπασε.
Μεγάλο μού βγήκε, αλλά άξιζε νομίζω. :)
Πολλά ευχαριστώ και credits στον Hank για τον κότταβο!
Υπάρχει, υπάρχει, και πάω να το γράψω! :)
Α γεια σου. Δεν έπαιρνα όρκο πού ακριβώς είναι το χωριό, αλλά εφόσον την έκφραση την ξέρω από Μεσσήνιο, δεν μπορεί, αυτό θα είναι.
(Αν μπορούσα να κάνω edit στον ορισμό, θα το πρόσθετα.)
Φλας! Μόλις συνειδητοποίησα τις ομοιότητες του κότταβου με το «στην αφεντιά σου». Hank, για πες να μαθαίνουμε, ο κότταβος ήταν αποκλειστικά μεταξύ δύο «παιχτών»; Ή μπορεί να πήγαινε σερί, ξερωγώ ο Αναξίμανδρος ρίχνει το ποτήρι στον Κλέωνα, ο Κλέωνας στον Αλκίνοο, ο Αλκίνοος στον Αναξιμένη και πάει λέγοντας;;
Ζοχαδιασμένος, δηλαδή; Μπορεί να ισχύει κι αυτό, δεν το' χω ακούσει. Όποιο παιδάκι ξέρει, παρακαλείται να το συμπληρώσει. :)
Πού είναι οι ελιές, οέο;
Εξαιρετικό!
Και μια χρήσιμη συμβουλή: για διαλυτικά ΚΑΙ τόνο, πατάμε shift+w, και μετά το γράμμα. Και ιδού: τσαΐρια. :)
Αληθινό περιστατικό στο Ρέθυμνο.
Πέτσακας κατεβαίνει στην πόλη με τον αγρότη και τη γυναίκα. Τραβάει χειρόφρενο μες στη μέση του δρόμου, κι η γυναίκα του κατεβαίνει να ψωνίσει. Ρούχα. Ο δρόμος είναι κεντρικός, ζωτικός για την κυκλοφορία της πόλης, και έχει μία λωρίδα - την οποία φυσικά κλείνει. Ουρά από πίσω, μποτιλιάρισμα, οι μπροστινοί που βλέπουν περί τίνος πρόκειται κάνουν τουμπεκί ψιλοκομμένο, οι πιο πίσω κορνάρουν και βρίζουν... τση πουτάνας. Αυτός, ατάραχος.
Σκάνε μπάτσοι. Πάει πρώτα μπάτσος μικρός και άπειρος να τον «νουθετήσει», δε βγάζει άκρη, σηκώνεται φέυγει πανικόβλητος. Πάει μετά αρχιμπάτσος έμπειρος, με το σεις και με το σας.
- Σας παρακαλώ κύριε, μετακινήστε το όχημα.
- Εν κουνώ.
- Μα σας παρακαλώ κύριε, εμποδίζετε.
- Α δεν εβγεί η γυναίκα από μέσα, εν κουνώ.
- Σας παρακαλώ κύριε, μετακινήστε το όχημα πάραυτα!
- Πάρ' αυτά!
αναφωνεί το πετσί και δείχνει τ' αρχίδια του.
... Αυτός είναι ο πέτσακας.
Ξέχασα εσωτερικό λινκ για την τραγουδιάρα (σόρι). Επίσης, διαπιστώνω ότι δεν υπάρχει λήμμα για τα κλασικά παιδί (πολύ παιδί) και «σου κάθομαι».
Ναι, εσένα. :-Ρ
Το «προϊόν φωτομάγαζου» δεν το 'χω ακούσει, αλλά πολύς λαός λέει φωτοσοπιά.
- Χαχα, την είδες την τελευταία φωτοσοπιά στη Σαλάτα Εποχής; Βάλανε τη μούρη του Κακλαμάνη σε πόστερ του Σχιζοφρενή δολοφόνου με το πριόνι. Μιλάμε, έκλασα στο γέλιο.
ή
(κοιτάζοντας φωτογραφία περιοδικού)
- Πολύ παιδί αυτή η Δούνια...
- Φωτοσοπιά είναι ρε ηλίθιε, ξέρεις τι κυτταρίτιδα έχει αυτή;
@ Vrastaman : «Jeer-in-Panty»
LOL, αυτό το κρατάω, κατοχυρώνεται.
@ Vrastaman : Χα, τρελό timing. Όχι, δεν είχα πάρει χαμπάρι την περί fluffers συζήτηση πριν, ήταν εντελώς τυχαίο. Το σύμπαν συνωμότησε.
@ Hank: Ανακάλυψα τις λεζάντες και ανέβασα βίντεο με αρσενικό fluffer. (μουαχαχα)
@ panos2: .... Μποστ; Εσύ είσαι;
Αυτό δεν είναι από internet, έχουμε αυτόπτη: Κλασικά πασαρέλα σε νησί, κοπελάρα ντυμένη στα κόκκινα περνάει, και ελληνάρας πολλά βαρύς αναστενάζει, ή μάλλον μουγκρίζει και στηθοδέρνεται.
Α: Πωπωπωπω, παναγιά μου! Εσύ μωρό μου φωτιά στα κόκκινα κι εγώ ο πυροσβέστης!
Γ: Κι η μάνικα στον κώλο σου. Μαλάκα.
Ευχαριστώ πολύ!! :)
Ομολογώ ότι δεν έχω ιδέα «πώς ονομάζεται ο άνδρας φλάφερ που είναι επιφορτισμένος με τον ερεθισμό των ρωγών των γυναικών πορνοστάρ»... Αλλά θα ανατρέξω στις πηγές μου. ;)
Το «ένα τσιγάρο δρόμος» αναφέρεται συχνά ειρωνικά, υπονοώντας απόσταση πολύ μεγαλύτερη από «10-15 λεπτά για να την διανύσεις». Ο λόγος είναι ότι πρόκειται για πολύ συνήθη έκφραση στα χωριά, η οποία λεγόταν από τους ντόπιους στους επισκέπτες που ρωτούσαν «πού είναι το Τάδε». Ωστόσο, ο ντόπιος ο χωριάτης ήταν κατά κανόνα αγρότης ή βοσκός και πήγαινε γαμιώντας (με το συμπάθιο), ενώ ο επισκέπτης ήταν κατά κανόνα φλώρος γραφιάς πρωτευουσιάνος και δεν μπορούσε να πάρει τα πόδια του. Με αποτέλεσμα να κάνει μισό πακέτο αντί για ένα τσιγάρο. Αυτό μέχρι τη δεκαετία του 70 περίπου. Βλέπε και την Αστραδενή της Ευγενίας Φακίνου, όπου οι ντόποι Συμιακοί ανεβαίνουν τα αμέτρητα σκαλιά του χωριού σφαίρα, ενώ οι τουρίστες αγκομαχάνε.
Με την ανάπτυξη του τουρισμού όμως, ο βοσκός κι ο αγρότης έγιναν «ρουμς του λετ» και «ενοικιάσεις αυτοκινήτων», και η παρανόηση γινόταν αλλιώς. Έψαχνε ο τουρίστας κάπου να μείνει κοντά στο λιμάνι ας πούμε, πήγαινε ο ξύπνιος ο ντόπιος (ιδιοκτήτης μιας πανσιόν στου διαόλου το κέρατο) και τον έπιανε αγκαζέ. «Δεν είναι μακριά, ένα τσιγάρο δρόμος!»
(Μία ώρα μετά, στη μέση του πουθενά)
- Αργούμε πολύ μπαμπα-Στρουμφ;
Πρώτος ορισμός, καλώς σας βρήκα! :)
Να σημειώσω επίσης ότι ο αγγλικός όρος είναι fluffer. Το βίντεο «Fluffers make movies» που ανέβασα είναι παρωδία της καμπάνιας ενάντια στην πειρατεία «Who Makes Movies;». Η MPAA έφτιαξε μια σειρά από ταινιάκια όπου διάφορα μέλη συνεργείου (τεχνικοί, μπογιατζήδες κλπ) κλαίγονται στην κάμερα ότι είναι οι αφανείς ήρωες της κινηματογραφικής παραγωγής, και έτσι βγάζουν το ψωμί τους, και όταν εσείς κατεβάζετε ταινίες απ' το ίντερνετ εμείς πεινάμε! ...Και άλλα λογικά άλματα, για συναισθηματικό εκβιασμό του κοινού.
Φυσικά, με το που βγήκε η καμπάνια, όλο το ίντερνετ γέμισε παρωδίες, και το Fluffers make movies έγινε διάσημο. Το περιστατικό μού φαίνεται σχετικότατο με τον ορισμό (και τρισχαριτωμένο), αλλά πολύ μεγάλη ιστορία για να μπει στον ορισμό. Γι' αυτό το βάζω στα σχόλια.
ΥΓ - Μιας και είμαι ψάρι εδώ πέρα, αν έχω καταλάβει κάτι λάθος σχετικά με τη λειτουργία του site, μη ντρέπεστε, πείτε μου! :)
Μπράβο Χαλικούτη (εξαιρετικό nick), ήθελα κάποιον Κρητικό να πει πώς το ξέρει, γιατί κι εγώ από φοιτητοκατάσταση το 'ζησα. (Στα Χανιά, μα ο κόσμος ήταν μοιρασμένος από χωριά όλης της Κρήτης.)
Όσο για το «σκουτελοβαρίσκω σου» (ή «σκουτελοβαρίχνω» σου που λες κι εσύ, δεν καλοθυμάμαι) - «κι εγώ αντιστέκομαί σου» του παραδείγματος, το 'γραφε ο Καζαντζάκης στον Καπετάν Μιχάλη. :)