Αυτός που έχει ξενυχτήσει, που το έχει πάει σερί ώς το πρωί, ο κυριολεκτικά άυπνος, χαρακτηριστικά λόγω διασκέδασης ή φόρτου εργασίας. Κατά το πρωινός (που ξύπνησε νωρίς το πρωί).

  1. Έλα ρέι, τί γίνεται; Καλημερούδια.
    — Έλα ρε μαλάκα.
    — Σε μισή ώρα έχουμε περάσει απο 'κεί. Έτοιμος;
    — Φίλε, χί, δέν τό 'χω. Χτεσινός είμαι. Είπα το βράδυ να το σβήσω με βρόμικο, και με πήγε αίμα όλη νύχτα, δέν έκλεισα μάτι.
    Σκατάαα...
    — Μέσα έπεσες.

  2. Εφτά η ώρα το πρωί, στο γραφείο.
    — Ά! Καλημέρα σας κύριε Ρεμπελόπουλε, πρωινός βλέπω σήμερα. Πώς κι' έτσι, στον ύπνο σας μας βλέπατε;
    — (Χτεσινός κύριε Αφεντικίδη, όχι πρωινός...) [χίκ]
    — Παρακαλώ;
    — Όχι τίποτα, καλημέρα σας λέω. [βούλω το μαλάκα, έχεις το ακαφελόγιστο]

Και σερίφης.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
allivegp

Μπράβο! Το λέμε και οι πρωινοί όταν πιάνουμε βάρδια: «Οι χθεσινοί να φεύγουν»...

#2
Galadriel

Μ' αρέσεις.

#3
allivegp

Αμοιβαίο, αλλά είσαι αλλουνού, είμαι αλληνής, μη μας δει κανείς...

#4
allivegp

(Ο πρώτος που φύτρωσε εκεί που δεν τον έσπειραν, ήταν ο Πόντιος Πιλάτος που παρεισέφρυσε λάθρα στο Σύμβολο της Πίστεως...)

#5
Galadriel

Στον Βίκαρ έλεγα. Ποιανού είμαι;

#6
vikar

Έλα ντέ; Ποιανού; Μας το παίζεις και μυστήρια κιόλας, δέ μας λές η ίδια, πετάς και τα διφορούμενα τα σχολιάκια και σουξουμούξου, θα μας βάλεις και να σφαχτούμε σε λίγο με τον συντοπίτη... [φτού! γυναίκες...]

(σχόλιο αλίβ μέτρησε)

#7
allivegp

Sam Mendes ο ευτυχής θνητός;