Το μπερντάχι. Το βρωμόξυλο, η κλωτσοπατινάδα, το άγριο ξύλο. Παραπλήσια έννοια, με λιγότερο βίαιη σημασία, το σοπάκι. Συντάσσεται με τα ρήματα δίνω, ρίχνω ένα, κερνάω.

Παμπάλαια λέξη, η οποία όμως επιζεί μέχρι σήμερα. Την έχω σταμπάρει μόνο σε επαρχία, από Κρήτη μεριά, σε διαλόγους σβούρων, πέτσακων και κούργιαλων, βλ. παράδειγμα 1, ενώ βρίσκεται και σε ένα γλωσσάρι της Μεσσηνίας εδώ. Όμως ήταν συνηθισμένη έκφραση και της κλασσικής ρεμπέτικης αργκό, η οποία είναι γέννημα θρέμμα του άστεως (βλ. παράδειγμα 2).

Χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον από τους χωροφύλακες και λοιπά σώματα ασφαλείας της νεώτερης Ελλάδος. Διασώζεται η έκφραση «τάγιο χταποδάτο», πιθανή ερμηνεία: πολλοί μαζί βαράγανε έναν κάτω σα χταπόδι, μέχρι να μαλακώσει, βλ. παράδειγμα 3. Υπήρχε και η έκφραση «ρίξτε του ένα χωροφυλακίστικο και το πρωί στην αρχή». Δηλαδή λιανίστε τον όλη τη νύχτα και το πρωί τον περνάτε εισαγγελέα.

Δυσάρεστη έκπληξη δοκίμασαν αρκετοί αστοί πολιτικοί, όταν τους μπουζούριασε η Εθνοσωτήριος, αφού διαπίστωσαν έντρομοι και στο πετσί τους ότι τόσα χρόνια η χωροφυλακή είχε το ελεύθερο να βασανίζει και να χτυπάει κρατούμενους, διαθέτοντας και τον απαραίτητο εξοπλισμό και τεχνογνωσία προς τούτο. Φυσικά τα φαινόμενα αυτά σήμερα έχουν εκλείψει παντελώς, ως αποδεικνύουν εκατοντάδες πραγματοποιηθείσες αξιόπιστες Ε.Δ.Ε..

Η λέξη «τάγιο» προέρχεται από το ιταλικό taglio που σημαίνει μαχαίρωμα, κόψιμο, κομμάτι, βλ. παράδειγμα 4. Σύμφωνα με ιντερνετική εγκυκλοπαίδεια, στη χαρτοπαιξία, τάγιοείναι η διάρκεια ενός παιχνιδιού ανάμεσα σε δύο κοψίματα, μέχρις ότου τελειώσουν τα τραπουλόχαρτα ή μέχρι να σταματήσει οριστικά το παιχνίδι. Οπότε πιθανή δική μου ερμηνεία της έκφρασης είναι ότι σημαίνει δίνω μία καλή παρτίδα ξύλο, αυτό που λέμε ένα γερό χέρι ξύλο.

  1. - Εκιοσές ο παράουρος ο Παναής ρίχτηκε στο Μαριώ την κοπελιά του Μανώλη μας και την εξεγιβέντισε οψάργας στην πλατεία. - Ε και τι καθόμαστε, πάμε να τονε ζυγώσουμε να τονε κεράσουμε ένα τάγιο να βάλει και στις τσέπες του.

  2. «Τού 'χω δώσει ένα γερό τάγιο πριν χάσω τα μάτια μου», λέει ο τυφλός ρεμπέτης Δημήτρης Γκόγκος ή Μπαγιαντέρας σε συνέντευξή του εδώ, αναφερόμενος σε βρωμόξυλο μεταξύ του ιδίου και έτερου γνωστού βαρύμαγκα (βλ. στο κεφάλαιο Αφηγήσεις του ίδιου του Μπαγιαντέρα).

  3. «Ουρλιάζει ο Χεμαγγιόρος στο παραδίπλα δωμάτιο και τρίτο τάγιο χταποδάτο, καθώς τ' ορίζει ο κανονισμός στο Σώμα για να μαλακώνουνε οι εθνοπροδότες, να γίνεται το γινάτι τους νιανιά που να μαρτυρήσουνε στην Εξουσία τα μυστικά του εχθρού».

Αλέξανδρος Κοτζιάς, από το μυθιστόρημα Αντιποίησις Αρχής, 1979, όλο το βιβλίο είναι μονόλογος ενός ασφαλίτη επί χούντας.

  1. Ἀλλὰ ἐγὼ ἤμουν πλιὰ ἀποτελειωμένος. Σὲ λίγες μέρες λαβαίνω ἀπὸ τὸ θεῖο μου τὸ οὔλτιμο τάγιο, τὴν τελειωτικὴ μαχαιριά. Μοῦ ἔγραφε:
    Ἀνηψιέ μου, ἤσουν πάντα κατεργάρης καὶ παραλυμένος. Σοὖρθε ἡ τύχη σὰν στραβὴ καὶ τὴν κλώτσησες. Πολὺ γρήγορα θὰ χτυπᾷς τὸ κεφάλι σου στὸν τοῖχο, μὰ θἆναι ἀργά. Τώρα κάτσε ἐκεῖ ποῦ κάθεσαι. Εἶναι περιττὸ νὰ ξεκουμπιστῇς ἐδῶ. Οὔτε θέσι θαὕρῃς, οὔτε προῖκα. Ἄειντε χάσου, τενεκέ!
    Ὁ θεῖος σου Ἀλέξης
    (1912)

Κ. Σκόκος, Τα Παράξενα της ζωής (Σελίδες ημερολογίου), Αθήνα, Κολλάρος, 1921, σσ. 9−13. Από εδώ.

  1. Με την σημασία «αποκοπή, νέα γραμμή άμυνας μετά από υποχώρηση», η λέξη εμφανίζεται και στον «Κρητικό Πόλεμο» του Ρεθεμνιώτη (ενετικής καταγωγής) Μαρίνου Τζάνε Μπουνιαλή, χρόνος συγγραφής 1669 - 1677, πρώτη έκδοση 1869.

«Αμ΄ο Κορνάρος έτρεχε κ΄έπαιρνε πλήσους κόπους
κι αιδάριζε* με το μουσού** να φράσσουνε τους τόπους,
εκεί στο μέγα χαλασμό που πέσαν τα μουράγια
να κάμου παραχάντακα κι άλλα περίσσα τάγια».

  • βοηθούσε
    ** κάποιος γάλλος αξιωματικός.

Σύμφωνα με το γλωσσάρι της έκδοσης ετυμολογείται από το βενετσιάνικο tagio, ενώ παρατίθεται και το ιταλικό taglio.

Αδυνάτισα ο καημένος, απ\' το ξύλο το πολύ - πού\' φαγα στο δεκαδυο απ\' τη χωροφυλακή (Α. Κωστής 1931) (από HODJAS, 21/07/10)Μην τον βαράτε ρε παιδιά, για ένα παλιοσακάκι... (από HODJAS, 21/07/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
HODJAS

Μεστό και άρτιο. Οι δε πηγές, γαμούν. 5 Χ 2 απ' τα μπετά...

Ίσως και να προέρχεται απο το λατινικό lex talionis (<talio = το ίδιο) = οφθαλμός αντί οφθαλμού, εκδίκηση εξ ου και αγγλ. retaliation = αντίποινα, αλλά η τροπή του -λι σε -γί π.χ. Βάλια-Βάγια, ντραβάγια-ντράβαλα-τραβάλια, μουράλια-μουράγιο, σπιράγιο κλπ, γίνεται μόνον απο -gli (όπως λέμε λjιμάνjι κλπ) και όχι απο -li.

Τούτο διότι οι Ιταλοί διατηρούν δυο τρόπους προφοράς των -λι και -νι (δηλαδή τόσο με τη χρήση διπλού συμφώνου όσο και διπλού φωνήεντος), ενώ εμείς πρόσφατα αποφασίσαμε οτι η μια εκ των δυο και συγκεκριμένα η τελευταία (-λjι και -νjι) πρέπει να καταργηθεί διότι είναι βλάχικο (!) καίτοι στην Κρήτη και στο Αιγαίο που ποτέ δεν πάτησαν Βλάχοι προφέρεται έτσι, καίτοι αλλιώς προφέρονται σε ολόκληρη την Ελλάδα τα μαλλιά, οι παλιοί, κάλλιο (πέντε και στο χέρι κλπ), τα χρόνια κ.ο.κ. κι αλλιώς το Κάλιο και η χρόνια πάθηση...

Εδώ όμως το τάλιο-τάγιο, πρέπει να έχει ισπανική καταβολή (εκτός κι αν είναι κανά παλιό βενετσιάνικο ή γενουάτικο ιδίωμα).

Πράγματι, η ιταλική taglia (νούμερο / μέγεθος ενδύματος - κόψιμο, π.χ. λέμε κόβω κοστούμι) γίνεται στην ισπανική talla (προφ. τάγια - το διπλό -ll λέγεται έγιε) και taller (προφ. ταγιέρ) = μηχανουργείο, λατομείο = κοφτήριο.

Άλλωστε, λέμε να σου κόψω μια, (δηλ. να σου χώσω μπάτσα) να μη βρεί παπάς να θάψει κλπ

#2
perkins

Λοιπον:
1) δυο ταληρα ξερα μπαϊ μι.
2)Χότζα πολυ ωραία αναλυση και άκου τωρα στο νησι πως λέγεται: Λάγιο. «θα σου κόψω ενα λάγιο ξυλο που θά»ναι όλο δικο σου.Λαγιο λένε το μαύρο προβατο επισης.
Επισης: Θα σου κοψω τα κάτωθι:
α)Φούσκο
β)τριόμφο!!! και τριομφίδι (πιο αδυναμο )
γ)Μπρουτσουφλια και Μουτζουφλιά (στο στομα το χτυπημα)
δ)Ντάμφαρο

#3
HODJAS

Τριόμφο; Γιατί τριόμφο;
Μουτζουφλιά το' χω ξανακούσει και παίζει να έχει σχέση με τη μουτσουνιά ή καταμουτσουνιά, όπως το λές.
Μού(ρ)τζουφλας ή μου(ρ)τζούφλης ή σμούρτζουφλας λέγεται ο κατηφής ή αλλοσούσουμος ή ο ξινομούρης.

#4
jesus

βλ. κ τριομφίδι. λέγεται με το «κόβω» όμως; δεν το θυμάμαι.

#5
perkins

@Τζίζας το γράφω. Είναι πιο χαλαρό το τριομφίδι, δίκην πλάκας .

#6
HODJAS

Τί λέτε ρε παιδιά! Δηλαδή όταν στα Επτάνησα πλακώνετε τον άλλονα στις σκατιές, εννοείτε κατάγω θρίαμβο!
Τί ποίηση!

#7
jesus

όντως ρε περκινς; δεν είμαι σίγουρος, αλλά χώσε συμπληρωματικό ορισμό. είχα ακουσει κ την (άκυρη κατ' εμέ) εκδοχή ότι τριομφίδι είναι το τρίπλεξ χαστούκι πάπ-παπ-πάπ, δύο με την κανονική κ μία ανάποδη. άιντε να βγάλεις άκρη.

τα μουτζουφλίδια ήταν η αγαπημένη λέξη του (θεού) που μου έκανε ιδιαίτερα φυσική. μη λευκαδίτης, παντρεμένος λευκάδα. γυρίζει απ' το σουπερ μάρκετ κ σουρεάλ διάλογος με την κόρη του:
- μπαμπά, μπαμπά, τι μου έφερες;
- μτζφλίδια.
- τίποτα πιο πρακτικό;

#8
xalikoutis

Ωραίος ο μπέτα! Προσωπικά δεν τό 'χω ακούσει αλλά τι να λέει. Μια άλλη σχετική έκφραση από Κρήτη, πολύ πολύ σπάνια βέβαια, είναι το «θα φάει σκιόμπο»= θα φάει ξύλο, θα φάει ραβδί. Απ' ένα γλωσσάρι πού 'χω πρόχειρο: από το ιταλικό schioppo= όπλο, τουφέκι. Ξύλο με τον υποκόπανο, δηλαδής....

#9
perkins

@Τζιζ ΜΤΖΦΛΛΙΔΙΑ χαχαχαχα
Πές χρονιά για να εικάσω ποιος ητανε αν δε θες να πεις όνομα.(δε μου το στέλνεις σε ΠΜ;) με τσίτωσες απο περιέργεια τωρα.
Η εΤΟΙμολογια των μπρανελων αλλωστε ειναι παροιμιωδης:
Σε παλιο καφενείο το1978 περιπου
-Καλλή μου, φκιάσεμ ενα γκαφουλλλ!
-Πως το μπαίρννεις ;
-Ξερ' μάνα σ«!!!!

#10
jesus

δύο μπρανέλοι κουβαλάνε ένα μαδέρι στους ώμους. ο πίσω το ξεφορτώνει σε κάποιον, τρέχει κ προλαβαίνει τον μπροστινό:
- ε, μωρέ, ακόμα δω είσαι;;;

#11
Vrastaman

Οι μπακατσέτουλες επίσης.

#12
perkins

@ Τζιζ:
Δυο μπρανέλλοι συνομιλούν και λένε δράκους περι ψαρικής:
-Επιασα με την (πε)τονιά ενα βαζόγαλο (κουτι απο γάλα εβαπορέ), κι είχε μέσα ενα χταπόδ' τρία κιλά.
-Μα δε χωράει μωρέ λιοκαντρή
-Τι λες μωρε; Αυτά μπαίνουνε μέσα απο μικρά!!!!!!!!

#13
jesus

επανέρχομαι σε καθηγητή κ το κλείνω από μέρους μου, το γαμήσαμε το λήμμα του ανθρώπου (παρεμπίπταμπλυ, απόλαυση ο μπέτα).

μέγιστη μορφή μπρανέλου μαθηματικού στο 1ο, δίδαξε πώς με τρεις συλλαβές κάνεις 25 γομάρια να σηκωθούν κ να φύγουν. του είχαν αφήσει μία τράπουλα το πρωί της πρωταπριλιάς πάνω στην έδρα (οι λόγοι ευνόητοι). μπαίνει μέσα, κύριος, δεν εκνευρίζεται.
- όλ τάξ όξ.

#14
perkins

ο Μπέτα είναι καλο παιδι , θα μας σχωρέσει.

#15
Stravon

Όντως πολύ καλό τόσο το λήμμα όσο και ο ορισμός. Όσο για την ετυμολογία, χωρίς να είμαι ειδικός, να υπενθυμίσω ότι το αρχαίο «τάλας» σημαίνει υποφέρω.

#16
betatzis

Η λέξη υπάρχει και στην έμμετρη διήγηση του Ρεθεμνιώτη ποιητή Μαρίνου Τζάνε Μπουνιαλή (βενετικής καταγωγής)
«Ο Κρητικός Πόλεμος», που αναφέρεται στην πολιορκία του Χάνδακα από τους Οθωμανούς, 1645-1669.

Ο Μπουνιαλής το έγραψε περί το έτος 1670, ενώ τμήματα του έργου πρωτοεκδόθηκαν το 1869.

Στο έργο η λέξη σημαίνει κατά τον επιμελητή «αποκοπή, νέα γραμμή άμυνας μετά από υποχώρηση».

Ο επιμελητής ετυμολογεί από το βενετικό tagio, (άρα σωστός ο Χότζας για το βενετσιάνικο ιδίωμα) και παραθέτει και το ιταλικό taglio.

Το απόσπασμα είναι το εξής :

Αμ΄ο Κορνάρος έτρεχε κ΄έπαιρνε πλήσους κόπους
κι αιδάριζε* με το μουσού** να φράσσουνε τους τόπους, εκεί στο μέγα χαλασμό που πέσαν τα μουράγια
να κάμου παραχάντακα κι άλλα περίσσα τάγια.

  • βοηθούσε
    ** κάποιος γάλλος αξιωματικός.

Το παρέλειψα από τον ορισμό ως πολύ εξειδικευμένο, αλλά μου φαίνεται ότι θα ζητήσω από τους μοντουλες να μπει ως παράδειγμα, γιατί είναι η μοναδική (αλλά και παλαιότερη από τις άλλες) έγγραφη πηγή που συνδέει τη λέξη με την κρητική παράδοση, πέραν της δικής μου πρόσφατης μαρτυρίας.

Αυτό που μου λείπει είναι μία 100 % έγκυρη ερμηνεία πως από την αρχική του αυτή σημασία έφτασε να σημαίνει το ξυλοφόρτωμα, αφού και οι δύο σημασίες θεωρώ πως είναι επιβεβαιωμένες από πηγές.

Α, και εννοείται ότι γουστάρω τα σχόλια από τους αξιότιμους σύσλανγκους.

#17
perkins

Το ηξερα!Αν δεν γουσταριζες τα σχόλια θα σου αξιζε ενα ταγιο ή τιποτα τριομφίδια...

#18
HODJAS

Προσθήκη μπέτα = αρχή σοφίας κτλ...

Είναι σημαντικό να διακρίνουμε (τουλάχιστον στην ελληνική) απο ποιά συγκεκριμένη γλώσσα, ποιά διάλεκτό της και ποιάς εποχής προέρχεται ένα λήμμα.

Ένας σημερινός Ιταλός (έστω και λ.χ. Τζενοβέζος ή Βενετσάνος) δεν υπάρχει περίπτωση να καταλάβει τους ιταλισμούς της νεοελληνικής, όπως παρεφθάρησαν μέχρι σήμερα απο τις πρώην αποικίες τους (π.χ. Άντζουλος-Άγγελος στα Κεφαλλονίτικα βλ. και βάρδα-guardia ή Χλεμούτσι < φραγκ. Clermont κ.α.), έστω κι αν είναι της διαλέκτου του, πόσο μάλλον αν λ.χ. είναι Μπαρέζος ή αν είναι κανα ναυτικό ιδίωμα του 17ου αιώνα...

Είναι σαν το ανέκδοτο με το Γερμανό ελληνιστή, που είπε στο ρωμηό μανάβη του 1950 «Ώ οπωροπώλα, δός μοι τινάς οπώρας»...

#19
GATZMAN

Μα τον ποταμό τον Τάγο
Χότζα είσαι ταγός, το δίχως άλλο

#20
HODJAS

Κάτω οι πάνω, πάνω κανείς! Να φάμε τους ταγούς στιφάδο!
;-)

#21
iron

αιδάριζε = βοηθούσε, προφ από το γαλλ. aider
και το μουσού από το monsieur, νο;

#22
perkins

Αγιουτάρω, βοηθάω (ορε παιδι δομου ενα αγιουτάρισμα)

#23
betatzis

@ Ironick : Ναι, έτσι, εκ του monsieur, και το άλλο από την ιταλική αντίστοιχη λέξη, λόγω βενετσιάνικης επιρροής, ως λέει και ο Πέρκινς πιο πάνω.

#24
HODJAS

Κι ύστερα κοροϊδεύανε τη Μαντάμ Σουσού, που έλεγε «Ο μουσιού Αντωνάκης ο Χλέμπας», οτι δεν ήξερε τα γαλλικά ...
Βενετσιάνα ήτανε η γυναίκα :-Ρ

#25
poniroskylo

Εξαιρετικό! Ένα από τα πολλά καλά των τελευταίων μηνών που βλέπω με καθυστέρηση.

#26
aias.ath

Καὶ ἐγώ, μὲ ἀκόμη μεγαλύτερη καθυστάρησι ἐνετόπισα τὸ ὕπερθεν ἀριστούργημα· ἐπαινῶ.

#27
deinosavros

Σύντροφε Μπέτα, με απέραντο σέβας για το λήμμα, επειδή βλέπω πιό πάνω οτι ψάχνεις περαιτέρω σύνδεση του τάγιου με το ξυλοφόρτωμα, επίτρεψέ μου να πάρω δρόμους τουρκομογγολικούς. Όντως, στην Κρήτη του Μπουνιαλή το τάγιο δεν θα μπορούσε παρά να έχει βενετσιάνικη προέλευση, και το γλωσσάρι του έργου το ερμηνεύει και το ετυμολογεί σωστά.

Όσον αφορά το ξυλοφόρτωμα όμως (έννοια με την οποία η λέξη δεν υπάρχει στο έργο του Μ. Τζ. Μπ.), μήπως θα έπρεπε να δούμε και το παλαιοτουρκικό tayak = υποστήριγμα, δοκάρι, μπαστούνι, το οποίο από το 1680 εμφανίζεται ως dayak = μπαστούνι, ραβδί.
Σήμερα, στα τούρκικα το dayak (το οποίο εν τούτοις τονίζεται παλαιόθεν στη λήγουσα, ως επιφύλαξη αυτό) σημαίνει ακριβώς βρομόξυλο.

#28
betatzis

Σύντροφε Ντίνο, εγώ μέχρις εκεί που μπορούσα το πήγα. Δεν είμαι και κάνας γλωσσολόγος. Και από γλώσσες, πλην κάτι κουτσοαγγλικά, δε σκαμπάζω γρυ, μόνο οι αρνίσιες μ΄ αρέσουνε. Πολύ ενδιαφέρον το σχόλιο, που ξεκινάει την περιπέτεια της λέξης από τις στέπες της Ανατολής, μακάρι να μπούνε και άλλοι τουρκολόγοι και τουρκομαθείς να σχολιάσουνε.

#29
deinosavros

Μα κι εγώ απλώς είπα να αναφέρω το συνειρμό που μου έκανε κλικ, νταγιάκ > νταγιάκι > ντάγιο > τάγιο, πού ξερεις, μπορεί και να υπάρχει κάτι που να στέκει στην υπόθεσή μου.
Ούτε η αφεντομουτσουνάρα μου είμαι γλωσσολόγος, αλλά προτιμώ τις μοσχαρίσιες. Νομίζω πως δεν θα τα χαλάσουμε επ' αυτού :-)

#30
MXΣ

τ'αγιόξυλο...

#31
deinosavros

Της κόφας γίνεται με το τάγιο σ. Μπέτα αλλά νομίζω ότι μπορούμε να στείλουμε τους τούρκοι στα αποδυτήρια και να μείνουμε Μεσόγειο. Άλλωστε πού να τρέχουμε τώρα στις ασιατικές στέπες, μακριά πέφτει.....

Πάντα σε σχέση με το ιταλ. tagliare λοιπόν, εδώ υπάρχει η taglia, η οποία εκτός από κλάδεμα, καταστροφή, φόρος υποτέλειας, θλίψη, βάρος, σημαίνει και τσέτουλα με προέλευση το λατιν. talea = μπαστουνάκι, κλαδάκι (το οποίο σχετίζεται με τα ελλην. θαλλός = νεαρός βλαστός / θάλλω).

Νομίζω πως συνδεθήκαμε τώρα ικανοποιητικά με το ξύλο που ρίχνει βρομόξυλο.

#32
betatzis

Συνδεθήκαμε δε λες τίποτα, να δεις ακόμα τι τάγιο, φόρος, βάρος, θλίψη και βρομόξυλο έχει να πέσει στις πλάτες μας από βδομάδα.

#33
deinosavros

Μήπως τότε οι ασιατικές στέπες θα ήσαν μιά κάποια λύσις ; Γιατί κι εδώ από βαρβάρους.....

#34
MXΣ

Αν δεν έχει ήδη αναφερθεί απού πάνου, δείτε και το σοπάκι και τα σχόλια του, απού κάτου του.

Αν έχει ήδη αναφερθεί, στα παπάρια σας ή τσι ωοθήκες σας.

#35
MXΣ

(ετς, μια συναφή λέξη + ετυμό δια τους φίλους των οθωμανικών ετυμολογιών)

#36
deinosavros

Για να κλείσουμε το θέμα, talla (τάγια) στα λατινοαμερικάνικα ισπανικά σημαίνει μεταξύ άλλων ξυλογλυπτική και βρομόξυλο.

(Κι όποιος πειράξει τον σ. Μπέτα θα φάει τέτοιο τάγιο που θα ξεχάσει το αφιμί του).