Αυτός που ταυτοχρόνως αφήνει μαλλί, αλλά αφήνει και καράφλα. Θα μπορούσε να είναι οξύμωρο, αλλά δεν είναι, καθώς είναι δυνατό να μην έχεις μαλλιά στην κορυφή, αλλά να τα αφήνεις προς τα κάτω.

Συνηθίζεται σε ροκάδες που έγιναν μπαμπάδες, δηλαδή σε αυτούς που είχαν συνηθίσει στην αισθητική του μακριού μαλλιού και δεν παράτησαν τον αγώνα. Μιλάμε για ηλικίες late 30s, 40s, 50s, ή και παραπάνω, που όταν οι συνομήλικοί τους κάνουν άπελπι καραφλάζ, οι δικοί μας αρνούνται τον θάνατο (που λέει κι η Ιρονίκ) και συνεχίζουν να το παίζουν ροκοτζόβενα. Αξίζουν την συγκίνηση και την επιβράβευσή μας.

Επίσης συνηθίζεται σε ποδοσφαιριστές τ. Ρότσα, και, σύμφωνα με στερεότυπα (μάλλον πασέ) σε αθεοαναρχοκουμμουνιστοσυμμορίτας.

Βιβλιογραφικές αναφορές: αφήνω καράφλα, καραφλοχαίτουλας, καραφλογιεγιές, μπουκλοκάραφλος, Ρότσα (Χουάν Ραμόν).

  1. ΟΥΤΕ ΓΙΑ ΑΣΤΕΙΟ Ο ΚΑΡΑΦΛΟΜΑΛΛΙΑΣ-ΥΔΡΟΚΕΦΑΛΟΣ-ΜΠΟΥΡΤΖΟΒΛΑΧΟΣ ΦΑΝΗΣ ΓΚΕΚΑΣ ΣΤΗΝ ΟΜΑΔΑ ΜΑΣ. (Εδώ)

  2. ...είτε ο αθυρόστομος γραφικός εισαγγελεύς, είτε ο βατοπεδινός καραφλομαλλιάς εισηγητής της θεωρίας του νόμιμου και του ηθικού!... (Εδώ).

  3. Αν ήμουνα ροκάς και καραφλομαλλιάς
    Аν έπινα νταφού και ήμουν ζαμανφού
    Ίσως να μ' ήθελες αλλιώς, κορίτσι μου γλυκό
    Αλλά είμαι ο Μιθριδά και είμαι και γαμώ
    (Στίχος Ημισκουμπρίωνε στο Αν Ήσουν Άλλος).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
PUNKELISD

Σωστότατος!!!
(και ετοιμαζόμουν να σου πω ότι υπάρχει και ο βαψομαλλιάς αλλά... περιττό.)

#2
gizaha

ελάτε ρε μαλάκες, ο Κοντογιαννίδης, το κλασσικότερο παράδειγμα