Καυλόγερος / καυλόγρια, δηλαδή γύρω στα 50 με 60-65, μαλλί βαμμένο ό,τι νά 'ναι και καυλερό ύφος και look σαν να ήταν τζόβενα. Μπορεί να ανήκουν στην κατηγορία και κάποιες περιπτώσεις των 45 ετών.

  1. Για δες την καυλόγρια που έιναι τίγκα στην πατσά και το παίζει και μιλφάρα. Το στρινγκάκι της έλειπε και το κολάν.

  2. Η Μάρω από τότε που πήγε στο ΤΕΙ στην Άρτα νταραβερίζεται με έναν καυλόγερο με μια αλβανική μπέμπα κάμπριο.

David Coverdale, η ενσάρκωση του γεροντότεκνου- καυλόγερου (από Sasa, 13/02/11)

βλ. και ξεκωλόγρια

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία