Αυτός που προσποιείται ότι είναι κάτι που δεν είναι, το παίζει πχ όμορφος, μορφωμένος, λεφτάς, σώμας, γαμιάς, ανάλογα πού πατάει το κόμπλεξ του.

Παρομοίως λέγεται και για μια κατάσταση, μια άποψη, μια ατμόσφαιρα, ένα στυλ, μια εμφάνιση, κττ.

Εϊτίλα.

Δες εδώ και δηθενάδικο, δηθενιά, δηθενισμός, δηθενιστής. Επίσης πρετεντέρης.

  1. Απεχθάνομαι τα δήθεν τυπάκια που πλάθουν όλο ψέματα για τη μίζερη ζωή τους.

  2. Ποτέ ο κόσμος δεν θα σκεφτόταν για μένα ότι είμαι δήθεν. Σ' αυτή τη φάση το καλύτερο μου είναι αυτό που κάνω. Δεν μπορεί να θεωρηθεί δήθεν.

από το νέτι

(από Khan, 03/09/11)(από mafie, 04/09/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
Khan

Η άχρηστη πληροφορία της ημέρας: Αρχικά το δήθεν ήταν επιτεταμένος τύπος του δή που σημαίνει πράγματι, αληθώς, (βλ. δηλαδή, και δη) οπότε σήμαινε αληθέστατα. Όμως ήδη στα αρχαία ελληνικά χρησιμοποιείτο ειρωνικά (ήδη στον Ηρόδοτο) όπως το σημερινό κουότ, με αποτέλεσμα να πάρει την σημερινή σημασία. Πρόκειται για σλανγκική τροπή ορίτζιναλ σημασίας που έγινε πολλούς αιώνες π.Χ.

#2
iron

θξ, πολύ ενδιαφέρον!