Τα αλκοολούχα ποτά. Ίσως ξεκίνησε από τα κακής ποιότητας ποτά (το χαλασμένο κρασί γίνεται ξίδι), αλλά πλέον σημαίνει τα ποτά γενικά.

Χθες ήρθε ο Βαγγέλης σπίτι και λιώσαμε στα ξίδια!

(από Khan, 17/01/13)(από Khan, 09/09/14)

Επώνυμα ξίδια: μαλάμω (Μαλαματίνα), Ιωάννης Βαδιστής, ο Γιάννης που πορπατάει, Περπατόγιαννος (Johnnie Walker), πέρδικα, φάμους γκράους (Famous Grouse), εκατό πίπες (100 Pipers), δεκατεσάρ' (Cutty Sark), θείος Τζακ (Jack Daniels).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
patsis

Κλασικό, λεξικογραφημένο βέβαια (βλ. πχ. εδώ).

#2
PUNKELISD

Ξύδι ή ξίδι; έλαμουντέ.

#3
salina

Κατά το ΜΕΛ (Μείζον Ελληνικό Λεξικό) [<μσν. (ο)ξίδιν < oξίδιον, υποκορ. του αρχ. /όξος]
(το) ουσ. υγρό παραγόμενο από την οξική ζύμωση οινοπνευματούχων ποτών

Και κατά τον Μπάμπη, Από το όξ-ος παράγεται το οξ-ίδιον απ’ όπου το (ο)ξίδι(ον)