Ρήμα, παράγωγο του λήμματος αλάνι με μη αυστηρά καθορισμένη σημασία. Κατά περίπτωση μπορεί να σημαίνει:
- Αράζω, ξοδεύω τον χρόνο μου στους δρόμους.
- Και τι κάνεις όλη μέρα;
- Εντάξει χαλαρά, αλανιάζω, καμιά μπύρα, λίγο skate, λίγο σχολή, περνάει ο καιρός...- Όχι ρε, την Χριστίνα από του Μωραΐτη λέω!
- ...ααα ναιιιι, το Χριστιναάκιιι...
- Τι ναιιιι ρε; Την έχεις αλανιάσει;