1. Τσόλι ή τσούλι, είναι από την τουρκική λέξη çul, που σημαίνει χαλί από φθαρμένο ύφασμα, κουρελού. Οπότε σημαίνει ένα ξεφτιλισμένο, χαμερπές άτομο, ή με χάλια αισθητική και εμφάνιση.

  2. Κατά τον Μπαμπινιώτη, σημαίνει επίσης τον άνδρα που εκδίδεται. Κατά τον Βραστάνδρα, είναι λέξη της κουλτούρας των ομοφυλοφίλωνε, καθώς και των καβουροσλανγκοσαύρωνε

  3. Κατά την Ιρονίκ, «το τσόλι είναι κακό άτομο, ενώ το τσουλί μπορεί να είναι και χαριτωμένο. Ή τέσπα, όταν λέμε τσόλι το λέμε αποκλειστικά με κακία ενώ το «τσουλί» μπορείς να το πεις και χαριτολογώντας.

Το «τσουλί», παρεμπίπταμπλυ, έχει την εξής ετυμολογία:

τσουλί < τσούλα < ιταλικό ciulla με αποσπασμό από το < fanciulla = κοριτσάκι προεφηβικής ηλικίας (μωρ' σαν δεν ντρέπεστε, ανώμαλοι!) < fancello < fante = μωρό, παιδάκι < λατινικό infans, -antis .

Μυημένος Σλάνγκος: - Πώς έχεις ντυθεί έτσι σαν τσόλι! Και πρόσεξέ με: Λέω τσόλι, όχι τσουλί. Τι; Δεν ξέρεις την διαφορά; Slang it! Στραβάδι!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το τσουλί, η τιποτένια γυναίκα.

-Τι έμαθα ρε συ, χώρισες;
- Άει μωρέ με το τσόλι που πήγα και έμπλεξα, τι θες να έκανα…

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Τι φορούσε;
- Τι να φορούσε μωρέ το τσόλι; Ένα τζιν στενό και μια μπλούζα κολλητή να φέρονται όλα!

Η λέξη "τσόλι" χρησιμοποιείται κυρίως στο αρσενικό γένος. Σπανιότατα στο θηλυκό. Χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει τον άντρα κακής διαγωγής, τον ανήθικο, αυτόν ο οποίος εκδίδεται, αλλά και τον υπερβολικά προκλητικό.
Κυρίως χρησιμοποιείται μεταφορικά για το πρόσωπο (αρσενικό) το οποίο πάντα προκαλεί αναστάτωση εσκεμμένα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Τι τσολαρία είναι αυτή η Σοφία ρε μαλάκα?Έχει πάρει όλη την παρέα δε της έφτανε ο ένας από αυτούς.

Το μεγάλου επιπέδου τσόλι η συνήθως η γυναίκα που έχει περάσει σε επίπεδο την απλή ξεκωλιάρα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Στα πλαίσια σλανγκάζ, ενώ το τσουλί είναι η γκόμενα που ντύνεται προκλητικά με πουτανίστικο τρόπο, δηλαδή σαν τσούλα, το τσόλι είναι η γκόμενα που ντύνεται επιθετικά απλώς για να προκαλέσει και να κάνει αισθητή την παρουσία της, όχι κατ' ανάγκη διεγείροντας σεξουαλικώς.

Επίσης, η γκόμενα που το παίζει τσαμπουκαλού και κυνηγός υιοθετώντας αντρικές συμπεριφορές με τρόπο που δεν της πάει.

Η διαφορά από το τσουλί υπάρχει και στην ετυμολογία, όπου το τσόλι προέρχεται από τουρκική λέξη για το «κουρέλι», ενώ το τσουλί από ιταλική για το κοριτσάκι.

- Τι γίνεται με αυτήν την Λάουρα; Καλά τσουλί πάντοτε ήτανε, αλλά τώρα έχει αρχίσει να γίνεται και τσόλι! Δεν φτάνουν τα ξεκωλτέ με τα τσουλόσημα, που πάντοτε συνήθιζε, τώρα φοράει μαζί και κάτι κόκκινα τακούνια κι ο Θεός βοηθός!

Στο 1:06 η Φτερού ωρύεται... (από HODJAS, 08/12/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία