Άτομο ελληνικής ιθαγένειας και διαμονής, νεαρής κατ' αρχήν ηλικίας, που πάσχει από δουλικό μιμητισμό του λεγόμενου «αμερικανικού τρόπου ζωής».

Το εν λόγω άτομο παραδοσιακά λατρεύει τα μακντόναλντς, την κοκακόλα, το σινιέ ντύσιμο, τα επώνυμα προϊόντα γενικώς σε κάθε καταναλωτικό τομέα. Εκδηλώνει το θρησκευτικό του αίσθημα με το επιφώνημα ΟΜΙΤΖΙ! Απεχθάνεται την κουλτούρα, όπου κι αν ελλοχεύει αυτή (π.χ. βιβλία χωρίς εικόνες). Το λεξιλόγιό του αποτελείται από 300 ελληνικές και 300 ίνγκρικ λέξεις.

Σημαίνει ταυτόχρονα ότι το άτομο εμφορείται από την αφέλεια και ηλιθιότητα του γνησίου αμερικανακίου. Που κι αυτές όμως επικαθορίζονται πολιτιστικά, δεν αναφέρονται δηλαδή στο IQ του ατόμου, αλλά στην παντελή έλλειψη ευφυΐας ελληνικού τύπου: ως αντίθετο δηλαδή του καπάτσος, ανοιχτομάτης, αετονύχης, διαβόλου κάλτσα κλπ. Δεν αμφισβητείται ότι το αμερικανάκι μπορεί να φοιτήσει στο Χάρβαρντ ή στο ΜΙΤ, να κατασκευάσει διαστημόπλοια και να βαδίσει στο φεγγάρι. Όμως παρά τις ικανότητές του αυτές, ο ταξιτζής θα του πάρει τριπλή ταρίφα, ο εστιάτορας θα του φουσκώσει το λογαριασμό και η γκόμενα θα του τα φάει τα λεφτά.

Η έκφραση δεν πολυφοριέται πλέον μ' αυτή την έννοια. Λεγόταν πολύ κατά την πρώτη 10ετία της μεταπολίτευσης, όταν, ελέω Θεοδωράκη, επιγόνων του και κομματικών νεολαιών, ο πολιτιστικός σωβινισμός ήταν στα ντουζένια του και ο πολιτικός αντιαμερικανισμός εκδηλωνόταν και σε πολιτιστικό επίπεδο. Το ρέκβιεμ του όρου νομίζω τραγουδήθηκε από τον Τζιμάκο στο επικολυρικό «κάλλιο να 'μαι πεθαμένος παρά αμερικανάαααακιιιι». Διότι οι γενιές που γεννήθηκαν από κει και πέρα γαλουχήθηκαν στην εταιρική κουλτούρα και μυθολογία, που είναι στην πραγματικότητα ο «αμερικάνικος τρόπος ζωής», από βρέφη, με τους διαφημιστικούς βομβαρδισμούς από την άσβεστη τηλεόραση της οικίας τους και τις παιδικές ταινίες της Ντίσνεϋ ως αφήγηση, με τρόπο που αυτή εδραιώθηκε στα κατώτερα στρώματα του υποσυνειδήτου τους. Υπ' αυτή την έννοια δε θ' αργήσει ίσως για πολύ η μέρα που θα είμαστε όλοι αμερικανάκια, αλλά δε θα το γνωρίζουμε.

  1. Σαν το Σαμουήλ στο Κούγκι
    μπαίνω μέσα στο μπουζούκι
    με ταξίμια με φυτίλια
    με βυζαντινά καντήλια. Στο βυζί του αμπαρωμένος
    θα τινάξω το καπάκι
    κάλλιο να 'μαι πεθαμένος
    παρά αμερικανάκι.

  2. – 60 Ευρώ.
    – Τιιιι; Για μια ρετσίνα και τρία πιάτα; Για φέρε δω το λογαριασμό, ο τύπος μας πέρασε για αμερικανάκια.

Τζίμης Πανούσης, «Σαν το Σαμουήλ στο Κούγκι» (1993) (από vikar, 01/09/11)(από Khan, 02/09/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ποδοσφαιρικό παιχνίδι αλάνας όπου συνήθως 2 άτομα ή 2 διμελείς ομάδες προσπαθούσαν να σκοράρουν μη μπορώντας να ακουμπήσουν τη μπάλα πάνω από μία φορά. Η κατοχή περνούσε από τη μία ομάδα στην άλλη εναλλάξ.

- Μόνο οι 2 μας είμαστε; Οι άλλοι δεν θα έρθουν;
- Μπα, δεν τους αφήνουν οι γονείς τους, γιατί σήμερα πήραν βαθμούς.
- Και τι θα κάνουμε οι 2 μας μόνο;
- Ε μόνο αμερικανάκι μπορούμε...
- Άντε καλά...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο νεαρός Αμερικάνος. Γνωστοί οι Αμερικάνοι για την αφέλεια και την ηλιθιότητά τους που την αποδεικνύουν ειδικά όσον αφορά θέματα πολεμικών συγκρούσεων. Να θυμηθούμε το Βιετνάμ; Θα τελείωναν σε χρόνο ντετέ και ακόμα προσπαθούν να μαζέψουν τα κομμάτια τους. Να θυμηθούμε την Γιουγκοσλαβία; Πίστεψαν ότι με το να την ισοπεδώσουν θα μπορούν τα παιδιά τους να πηγαίνουν άφοβα διακοπές εκεί και ας μη γνώριζαν ούτε σε ποια μεριά του πλανήτη βρίσκεται! Άσε που ακόμα δεν μπορούν να χωνέψουν την κασκαρίκα που φάγανε όταν αντί για την Γιουγκοσλαβία βρέθηκαν στην λαχαναγορά της Θες/νίκης! Όταν λοιπόν λέμε κάποιον αμερικανάκι τον θεωρούμε από αφελή έως ηλίθιο.

  1. Μην μου το παίζεις αμερικανάκι, ξέρεις πολύ καλά σε ποιο θέμα αναφέρομαι!

  2. Για αμερικανάκι με περνάς; Nομίζεις ότι δεν κατάλαβα εχθές τα υπονοούμενα που έλεγες στον Κώστα;

Τα αμερικανάκια δεν είναι χαζά (με υπότιτλους) - το παιγνίδι είναι σικέ αλλά έχει πλάκα. (από Galadriel, 23/02/09)

Δες ακόμη: αμερικλάνος.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία