#1
vikar

στο πάπαλα

Ωραίος, αλλα γιατί "λεξιπλασία"; Το "πάπαλα" ίσα που είναι και κλασικό...

#2
vikar

στο πάνε

Ετυμολογείται απο την προστακτική του τύπου πα(γ)αίνω: πάαινε > πάνε. Στον πληθυντικό είναι πάντε.

#3
vikar

στο γαμήσιμος

Βλέπε και αξιαγάμητος/-η.

#4
vikar

στο κόβω τις φλέβες μου

Στα συνώνυμα, φυσικά, και το τρελαίνομαι.

#5
vikar

στο πρεζόχαρτο

Μα δέν έχει μόνο μεγάλα ρίζλα!

#6
vikar

στο ψωλοπερήφανος

Παράβαλλε και Σταλόνε, Τέλης.

#7
vikar

στο σάββας

Για γυναίκες χρησιμοποιείται και το Σαββίνα.

#8
vikar

στο μάστα

Προφέρεται και μάιστα (δισύλλαβο).

#9
vikar

στο παπαρολεβιές

Βλέπε και λεβίδι.

#10
vikar

στο μπλιμπλίκια / μπιμπλίκια

Λέγονται και μπλιμπλίκια.

#12
vikar

στο χλωμός

Σε υπερθετικό χρησιμοποιείται και το ικτερικός.

#13
vikar

στο σωραίος

Συναντάται και η παραλλαγή ναζωραίος.

#14
vikar

στο μία

Καλά, με πρόλαβες κανονικά... Ωραίος.

Και επίσης, "ο πήξιος κι'ο δείξιος".

#16
vikar

στο μαμπέτι

'Μαμπέτι', 'μουαμπέτι', 'μουχαμπέτι' είναι προφανώς το ίδιο πράμα. Εγώ το πρώτο το ξέρω λόγω μάνας απο χωριό του ένδοξου Βορρά.

#17
vikar

στο θλημέρα

Το παρόν τό'χω ακούσει και ώς "θλιμμέρα" πάντως.

#18
vikar

στο μπατσάδικο

Λέμε και μπατσικό.