Γαμεί και δέρνει, φυσάει, γαμοσπέρνει, και όλα τα σχετικά.

Για τους σχολαστικούς, θα μπορούσε να θεωρηθεί ως υπερθετικός βαθμός του απλού τα σπάει. Αν υποτεθεί πως υπάρχει υπερθετικός μιας ήδη υπερθετικής έκφρασης.

Για τους ακόμη πιο σχολαστικούς, ιδού και η ανάλυση: όταν κάποιος (ή συνηθέστερα κάποια γκόμενα) τα σπάει, αυτό σημαίνει πως περνά και μας κάνει χοντρή ζημιά στον εγκέφαλο, πως τη βλέπουμε και μένουμε κούκλα, πως φεύγει κι αφήνει πίσω της συντρίμμια-αρρωστημένους-και-αγρίμια, πως περνά και τα κάνει όλα σμπαράλια / σκόνη και θρύψαλα (γεια σου ρε Κορκολή) και μετά μας γράφει στο μουνί της. Η ντίβα.

Όταν όμως μια μεναγκό τα σπάει ΚΑΙ τα ξανακολλάει, αυτό σημαίνει πως έχει την εξωπραγματική, θεϊκή ικανότητα να συλλέξει όλα αυτά τα μικροσκοπικά θράψαλα (sic) που δημιούργησε και να τα επανασυναρμολογήσει στην εντέλεια, αποκαθιστώντας το διαλελυμένο αντικείμενο στην ενική ολότητά του. Τα παραπάνω εννοείται με την απαραίτητη δόση τιραμισουρεαλισμού.

Αυτά. Και μην ακούσω οτι «δεν υπάρχει αυτό το πράγμα». Υπάρχει κανονικότατα κι ας μη δίνει χιτς στο γούγλε. Αν δεν σας αρέσει αυτό είναι άλλο καπέλο.

Αφιερωμένο εξαιρετίκαλλυ στο φίλο μου τον Κηάν, που μου ζήτησε ένα έμπειρο λήμμα.

Μαλέα μου πήρες γραμμή την καινούρια δασκάλα του αερόμπικ; Τα σπάει! Μόνο τα κοιλιακά της δες, τίποτα άλλο.
— Αγόρι μου, αυτή δεν τα σπάει απλά, τα σπάει και τα ξανακολλάει. Να ξέρουμε και τι λέμε.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
Khan

Στω!

#2
Khan

Μήπως η τοιαύτη μεναγκό είναι μετωνυμία για το ίδιο το σεξ, το οποίο πρώτα τα σπάει (sex < secare = κόβω) και μετά τα ξανακολλάει, δυστυχώς (ή ευτυχώς) παροδικά;

Επίσης, στην γλώσσα της πουτάνας της ψυχανάλας, του Λακάν, το πραγματικό, που είναι το ανύπαρκτο, το άρρητο, ο οργασμός, αλλά και το θείο, πρώτα τα σπάει, μπαίνοντας στον κόσμο ως ρωγμή, ως τρύπα, ως χασούρα, και μετά τα ξανακολλάει, ως η απόλυτη πληρότητα, το πλήρωμα, που επιθυμούμε και (μάλλον) ποτέ δεν θα βρούμε. (Οπότε μένουμε με το συμβολικό που είναι το χαμένο/ αποτυχημένο πραγματικό, το σπάσιμο μέσα από την ετερότητα που προκαλούν τα σύμβολα καθώς αποτυγχάνουν να καθέξουν την πληρότητα).

Λ.χ. για να το πω λιγότερο τιραμισουρεαλιστικά, στην αρχική ενότητα βρέφους- μητέρας, πρώτα έρχεται ο άλλος που τα σπάει, λ.χ. ο πατέρας, οι απαγορεύσεις, τα ταμπού, (ή και η ίδια η γέννηση) που σπάνε την αρχική ενότητα, αλλά και συνιστούν την επιθυμία για ένα ξανακόλλημα, μια μεγαλύτερη ενότητα/ πληρότητα στο μέλλον, η οποία επιθυμία (απότοκο του σπασίματος) μας συνοδεύει στην διαπραγμάτευση της σεξουαλικότητάς μας... (Το έθεσα λίγο αμπελοφιλοσοφικά, αλλά πρόκειται για γενικότατες κοινοτοπίες).

Και ποιος το γαμεί το γούγλε...

#3
johnblack

Κάπως ψιλο-εγελιανό δεν είναι αυτό το σχήμα;

#4
Mr. Cadmus

Εγώ πάλι το'χω ψιλοακούσει ως συνώνυμο -σε υπερθετικό βαθμό- του «τα σπάει» γενικά, κι όχι απαραίτητα αναφορικά με γκομενοκαταστάσεις. Όπως π.χ. κάτι πολύ γαμάτο που σε στέλνει αδιάβαστο. Θεωρώ πως ο υπάρχων ορισμός πρέπει να συμπληρωθεί και μ'αυτή την έννοια.
Ε, ο γκούκλης δεν τα'χει κι όλα, κι αυτό δεν αφορά μόνο εκφράσεις-λέξεις-ορολογίες της ελληνικής.

#5
Vrastaman

Hegeliano ma non troppo.

#6
HODJAS

Anche Fouca!