Ο μπεκρούλιακας, η μπέκρα, όχι απλώς αυτός που πίνει ξίδια φού και φού, αλλά ο αλκοολικός με τη στάμπα, που πίνει, ό,τι.

  1. Αυτός είναι ξιδάκιας ρε, έρχεται σε οργασμό και με οξυζενέ.

  2. Eνας άλλος που θ'ασχολιότανε τώρα, θα έπρεπε να γράψει και για τη συμπεριφορά όσων πίνουν με βάση τα ποτά. Aλλιώς είναι ο ουισκάκιας, αλλιώς ο ξιδάκιας, αλλιώς αυτός που πίνει ούζα.

  3. Ωραίος τύπος! Μοναδικός στη φάση του, ξιδάκιας τρελός φίλε. Μπράβο του.

(όλα από το δίχτυ)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

#1
HODJAS

Νομίζω οτι ο ξιδάκιας, δεν σημαίνει απαραιτήτως μπέκρα, αλλά ειρωνική αντιδιαστολή του χασισοπότη προς τον οινόφλυγα.

Η έκφραση συνήθως λέγεται με σχετική υπεροψία απο τους χασικλήδες, καθ' όσον θεωρούν τον πότη οινοπνευματωδών κομμάτι άρρωστο σε σχέση με την υγιέστερη (όπως νομίζουν) κατανάλωση μαυρα-q, ενώ τον πρεζάκια τον θεωρούν εντελώς ξοφλημένο (ορθώς).

Θεωρείται απο πολλούς, οτι το χασίς ούτε σωματική ούτε ψυχολογική εξάρτηση προκαλεί (εξόν κι αν το ξεφτιλίσεις οπότε ο μυαλός σου γίνεται πουρές ή αν έχεις καμιά ψυχωσική προδιάθεση, οπότε πολλαπλασιάζονται οι πιθανότητες κρίσης), ενώ το αλκοόλ διαβρώνει και το σώμα και το πνεύμα σε βάθος χρόνου, μάλιστα πιο ύπουλα κι απ' την ζαπρέ (συνήθως παίρνεις χαμπάρι την εξάρτηση απ' το ξίδι, μετά απο πολλάααα χρόνια).

Άλλη κατηγορία, είναι ο σαλταρισμένος παμφάγος (τα πίνω όλα), που συνήθως μπλέκει (καικαλούα «ψάχνεται») με χημεία (κουμπιά-ροσόλια κλπ) και συνήθως καταλήγει σε μονόδρομο (=ζού).

Άλλωστε, οι χασισοπότες είναι ψωρο-περήφανοι για το σπόρ των, μιας και η κατανάλωση χασίς αναδίδει μιαν κουτσο-μάγκικη εσσάνς, δεδομένου οτι τελεί σε καθεστώς ημιπαρανομίας (=περιπέτεια & ρήξη με το [sic] «κατεστημένο»), έχει δική της αργκό, ανάγει στους «ελεύθερους κι ωραίους» ρεμπέτες κι απο την άλλη δεν συντρέχει και μεγάλος κίνδυνος ούτε βλάβης υγείας, ούτε κοινωνικής κατακραυγής (αφού σήμερα πίνει κι η Μαρία η Α.Μ.Ε.Α.), ούτε και ποινικής καταδίκης (προσωπική ή συμπτωματική χρήση = ένοχος πλην ατιμώρητος).
Έτσι, μένουνε όλοι ευχαριστημένοι...

Ο μετέφηβος εκ περιστάσεως χασισοπότης, είναι συνήθως λίγο φοιτητής, λίγο ροκάς, λίγο του αρέσουν τα ρεμπέτικα και ανυπερθέτως αναρχο-αυτόνομος (ως να διορισθή).
Αν συνεχίσει αυτό το βιολί μετά την λήψη πτυχίου, καίγεται (γιατί συνεχίζει να γαμάει ένα πεθαμένο άλογο).
Είναι που λέει ο Τζιμάκος για το ποιόν των χασισοποτών απο το '80 και εντεύθεν «[...] κι άλλος αναρχο-ροκάς με ύφος χασικλή[...]»
Αντίθετα, ο (προ-)έφηβος εκ περιστάσεως χασισοπότης, είναι συνήθως παιδί απο κάποια (αστική) λαϊκή συνοικία και με τον καιρό μεταβάλλεται σε εκ πεποιθήσεως χασικλή, τρώγοντας φλασμπάκ και χαζογελώντας, ως να τα τινάξει.

Ο Μπάροουζ, στο αρρωστημένα εκπληκτικό «Junkie», κοροϊδεύει τη μυστικοπάθεια των χασικλήδων και οι Sex Pistols προειδοποιούν την αληθινά εξεγερμένη μεταβιομηχανική λαϊκούρα της Αγγλίας: «Never Trust a Hippie».

Τη φόλα της δηθενιάς των χασικλήδων, παίρνουν πρέφα εύκολα τα ευφυή (αλλ’ όχι ξύπνια) παιδάκια, τα οποία ζητώντας «περισσότερη αλήθεια» και κόντρες χωρίς δίχτυ ασφαλείας, κόβουν τον ομφάλιο λώρο με την πραγματικότητα και πέφτουν με τα μούτρα στη λούμπα, σα μαλάκες...

Εκείνο που δεν καταλαβαίνουν όμως και οι μεν και οι δε, είναι οτι και παραμένουν πάντα πελάτες (δηλ. εκμεταλλευόμενοι – στην καλύτερη φιλοξενούμενοι) του υποκόσμου και ποτέ μέλη του, ό,τι και να κάνουν, αν και η μαλακισμένη ταινία «Τσίου» του καικαλά εναλλακτικού νεοελληνικού σινεμά, επιχείρησε να ωραιοποιήση την χρήση «σκληρών», με πενιχρά ωστόσο (και τεχνικά και πνευματικά) μέσα, κομίζοντας Pulp Fiction στον Ταραντίνο.

Όμως, την σύγχυση περί του who is who ως προς την κατανάλωση ουσιών, την προκαλούν πονηρά νομοθετήματα και βλακώδεις προκαταλήψεις.

Για διάδραση χασικλή – πρεζάκια βλ. σχόλια υποφαινό εδώ κι εδώ.

#2
johnblack

Και καλά όλαφ τα ρε φίλε αλλά πως μπορείς να βάζεις μια τόσο κοφτή διαχωριστική ανάμεσα «πελάτες» και «αφεντικά». Και ποιος δλδ είναι ο σκληρός πυρήνας του υποκόσμου, αυτός που «μόνο εκμεταλλεύεται» και «μόνο-γαμάει-ποτέ-δεν-τον-γαμάνε»; Μήπως είναι λίγο (πολύ) σχηματικά όλαφ τα;; Τα ρολάκια εναλλάσσονται, έτσι για να'χουμε ποικιλία... Σήμερα σε εκμεταλλεύομαι γώ, αύριο με εκμεταλλεύεσαι συ, έτσι παν αυτά. Όλοι στο ίδιο καζάνι βράζουμε...
Και στο φινάλε δε λένε πως «ο πελάτης είναι το αφεντικό»;; Αξίωμα παλιό που εσχάτως έχει επανακάμψει, ο καταναλωτής (ο όποιος καταναλωτής) έχει πάψει να θεωρείται άβουλο πλάσμα που παραδίδεται αμαχητί στα κελεύσματα της kulturindustrie, χαράσσει προσωπικές στρατηγικές, διαφοροποιείται, επιλέγει.

#3
johnblack

Κάτι ανάλογο συμβαίνει με το διαβόητο «μαζί τα φάγαμε» που φυσικά είναι απο τις πιο σοφές κουβέντες που έχουν ακουστεί. Δεν υπάρχουν μόνο «αθώα θύματα» και «ένοχοι θύτες», όλοι μαζί βράσαμε στο ίδιο καζαν-ντιπί και όλοι φάγαμε το κατιτίς μας, δώστου δάνεια και κόντρα δάνεια, δώστου αμαξούμπες πολυτελείας που δεν είχαμε να τις ξοφλήσουμε, δώστου εξόδους και γκλαμουριές και τα ρέστα και μετά τον φάγαμε στον κώλο και δικαίως και τώρα κλαιγόμαστε σαν τις πουτάνες.

#4
jesus

σόρυ τζόναρε, αλλά αυτή είναι μια απολύτως μηχανιστική αντίληψη της σύγχρονης οικονομίας. θα ψάξω μια μαλακία που είχα γράψει σε μια δόση κ θα το ποστάρω.

#5
HODJAS

Δεν γίνεται αναφορά ούτε σε πελάτες-αφεντικά, ούτε και σε θύτες-θύματα.
Κανείς δεν είναι θύμα.
Πρόκειται για μιαν απλή εμπορική σχέση, που συχνά παραγνωρίζεται-παρερμηνεύεται: Πωλητής (που βιοπορίζεται απο την διάθεση προϊόντων) - αγοραστής (που ζητά το προϊόν).
Άσχετα αν ο χαρακτηρισμός του εμπορεύματος ως παράνομο, έχει ειδικό βάρος που δίνει άλλο στίγμα και ζαλίζεται ο κοσμάκης.
Και το παράνομο εμπόριο, εμπόριο είναι, νες πά;

#6
Khan

H σοφή ρήση του παν-κάλου έχει λάβει και σοφή απάντηση από τον Κυρ: Αφού μαζί τα φάγαμε, τότε γιατί πεινάμε χώρια;
Ας τα χάνανε οι πολιτικοί και οι μιζαδόροι, όπως τώρα χάνουνε σπίτια και δουλειές, αυτοί που τα φάγανε μαζί τους (υποτίθεται), και τότε να τον παραδεχτώ, ένα έχω να πω, crisis pay the plutocracy, τέλος.

Ομως δεν θα ήθελα να διακόψω την πολύ σλανγκιάρικη ναρκοσυζήτα...